Γιώργης Χριστοφιλάκης
.
Ὁ μεγάλος ἐπισκέπτης
.
ΤΑΝΕ
οἱ δάφνες ἀπὸ μεριά, μαχαίρια δίκοπα τὰ φύλλα καὶ λέλουδα
χατζάρια, τὰ πεῦκα τίγκα κουκουνάρια, πευκοβελόνες στρωμένο
γύρα τὸ γυμνάσιο, ἀλογόμυγες ντουμάνι στὶς κοιλιὲς τῶν ζῶν
τὰ μούρλαιναν στὸ βύζαγμα. Ἑφτὰ τὸ πρωὶ κι εἴκοσι πέντε Μάρτη.
Ἀλλὰ μύριζε Ἀπρίλη ὁ τόπος…
Γῆς, οὐρανός, πουλιά,
καρδιές, γρασίδι, ἕτοιμα γιὰ φοῦρλες στὸν ἀγέρα… Οἱ
πατεράδες καὶ οἱ μανοῦλες, κατέβηκαν νὰ δοῦν γιοὺς καὶ
θυγατέρες, μαθητάκους καθαροντυμένους, στὴν παρέλαση.
Κοντολογῆς, ὅλη ἡ Ἅγια Μεγαλόπολη καὶ μιὰ κατοσταριὰ
λιανοχώρια ὁλόγυρα, στὸ πόδι.
Στὸ γυμνάσιο, ἀπὸ τὶς ἑφτά,
μόλογος. Μπλὲ ποδίτσα τὸ θηλυκὸ γένος. Μπλὲ μπερεδάκι
ὁλόγιομο, σκαλτσουνάκι κοντὸ λευκό. Μπλὲ μελισσολόι οἱ
μαθήτριες μὲ κόρφους γιομάτους ἀπήγανο, σκάρφη κι ἀψηθιά,
παρακατούλια στὰ βράχια… δεντρολίβανο, δυόσμος καὶ
βρυσοῦλες, ἀπότιστος κάμπος, σπηλιαράκια μοναχούλια χωρὶς
τὸν ντάκο τοῦ τσοπάνη.
Ἀπὸ μεριὰ οἱ μαθητές, μπλὲ
παντελόνια, ἄσπρα πουκάμισα, μάτια μὲ σκυλίσιο παράπονο κι
ἀγριάδα γιὰ τὶς θηλυκές, ποὺ ξάμωσαν πρωὶ πρωὶ τὴν πραμμάτια
τους κατάλακα στοὺς γυρολόγους.
Ὅλοι ἄσπρα, μέγκλες
πουκάμισα. Μόνο ὁ Νταρίβας ξηγιότανε κόκκινο καρώ. Ἔξω
ἀπὸ τοῦ Μαραφῆ τὸ γραφεῖο. Μισοκούρδαγε τὸ τούμπανο. Ἤτανε
Ἀρχηγός. Κι εἶχε ἄλλους δεκαεφτὰ στὴ διάτα του. Τὸ ὅλο,
δεκαοχτὼ τούμπανα βαρβάτα, σκούξιμο κι ἀντάρα, ὅπου τὰ
παίζανε μόρτες ἕνας κι ἕνας.
Ὁ μαθητὴς καθότανε σὲ μιὰ
πέτρα. Συλλοϊσμένος. Εἶχε ἔρθει πρωὶ πρωὶ ἡ μάνα του μὲ τὸν
Μπίρκο —τὸ μουλάρι— τρεῖς ὧρες ποδαρόδρομο ἀπὸ τοῦ Μεμῆ. Τοῦ
ἔφερε δίπλες, ψωμάκι, ἀβγουλάκια…
— Κάτσε νὰ φᾶς μιὰ μπουκιά. Νὰ πάρεις δύναμη.
— Γιατί;
— Γιατί πουκάμισο κι ἄσπρο δὲν ἔχει. Βρῆκα τοῦτο τὸ κόκκινο στὸ μπαοῦλο. Ἔχει τὰ καρουδάκια…
— Καλό ‘ναι…
— Τὰ ἔρμα τὰ λεφτά. Δὲν τὰ μεγαλώνουν τὰ δέντρα.
— Μὴ σεκλετίζεσαι μάνα. Τράβα
ἀπέναντι ἀπὸ τὴν «Πορτοκαλιά», τὸ μαγέρικο καὶ στήσου νὰ μὲ
δεῖς ποὺ θὰ περνάω.
— Ἔτσι θὰ γίνει…
Διάβηκε ὁ Νταρίβας τὸ
κατώφλι καὶ τώρα κάθεται στὴν πέτρα, τρίτη φορά, καὶ
κουρντίζει τὸ τούμπανο. Παρακατούλια οἱ σαλπιγκτές, φυσᾶνε
τὶς σάλπιγγες νὰ τὶς φέρουν στὸ ζύγι τους, κι ἀπάνω στὸ μπαλκόνι
μόστρα τὸ καθηγητολόι ντυμένο στὰ γιορτινά. Μαῦρα, μπλὲ
κουστούμια καὶ φορέματα. Τί Σικανιώτου, τί Περδίκης, τί
Κασκαντήρης, τί Κυριακόπουλος, τί Κουρουνιώτου, τί
Καλπάκη, τί Νάτσης. Ὅλο τὸ συμπεθεριό. Καὶ στὰ ἀποχωρητήρια,
ζούλα τσιγαριὰ οἱ ζωηροί…
Δὲν τοῦ ἀρένανε ὅλα τοῦτα τοῦ
Νταρίβα. Σιγόβραζε… Καθηγητὲς ὅλο κουστούμι καὶ ἰδέα. Καὶ
κείνη πιὰ ἡ πειθαρχία τους, ὁπού ‘ταν ὅλο τσίτωμα κι
ἐξυπνάδα… Σιγόβραζε ὁ μαθητής. Ἀλλά… τὰ βάζει ὁ πλάτανος μὲ
τὸ ποτάμι;
— Τὰ βάνει καὶ τὰ παραβάνει, μισόλεγε.
— Τί λὲς Νταρίβα; Τί βάνει καὶ
παραβάνει; Ἦταν ὁ Μαραφής. Τὸ συνήθιζε… Τσούπ! Φάντης
μπαστούνι νὰ σκαρίζει μπρός σου.
— Λέω…
— Γιατί δὲ φορένεις ἄσπρο πουκάμισο;
— Γιατί ὁ ἀρχηγὸς δὲν φορένει.
— Καὶ φορένει κόκκινο;
— Ναί.
Δὲν εἶπε τίποτε. Ἔφυγε
φουρκισμένος ὁ γυμναστής. Ἀλλὰ τοῦ ἤτανε καὶ τόσο
ἀπαραίτητος. Δὲν τό ‘χε σὲ τίποτα ὁ Νταρίβας νὰ παίξει κόντρα
καὶ νὰ τοῦ χαλάσει τὴν παρέλαση…
Ἡ σάλπιγγα σφύριξε
συγκέντρωση. Θηλυκοί, σερνικοὶ μπῆκαν σὲ τετράδες. Μπροστὰ τὰ
τούμπανα. Πίσω ἡ Σημαία. Δίπλα οἱ ἐπίλεχτοι… οἱ ἀριστοῦχοι.
Καὶ σούμα, μονοκούκι, ὅλο τὸ γυμνάσιο, καὶ κατὰ μικρὰ
διαστήματα οἱ καθηγητές, ἀκολούθαγαν τὸ κύριο σῶμα.
Παίζανε τὰ δεκαοχτὼ τούμπανα
τοῦ Νταρίβα κι εἶχαν σηκωθεῖ ἀπὸ τὴ ρίζα τους τὰ σπίτια καὶ
χόρευαν στὸν ἀγέρα. Εἶχαν προγκίξει τὰ πουλιὰ ἀπὸ τὰ δέντρα
στὸν οὐρανὸ καὶ ποῦ νὰ τολμήσουν ν’ ἀράξουν σὲ κλαράκι… Κι ὁ
μαθητὴς κράταγε τὰ τουμπανόξυλα, χάιδευε ἄγρια τὸ
τουμπανόπετσο κι ἔβγαινε βρόντος πρωτόγονος, ποὺ σοῦ χάραζε
τὴ ραχοκοκαλιά. Βρόντος κοφτός. Ἀχὸς μὲ ἀχὸ γινόταν ἄχτι καὶ
σηκωνόταν στὸν ἀγέρα.
Πρῶτος δεξιὰ στὴν τριάδα —τρεῖς
τρεῖς τοὺς ἤθελε γιὰ μπούγιο— περπάταγε καὶ τήραγε ἴσια πέρα.
Νὰ μὴ δεῖ μητροπολίτη, γυμνασιάρχη, ἔμπορο, ἐπιστήμονα.
Ὅταν κοντοζύγωνε στὴν «Πορτοκαλιά» μονάχα, χαμήλωσε τὸ θώρι.
Ὅλοι χειροκροτοῦσαν. Φώναζαν…
— Γειά σου Νταρίβα.
— Ὅρμα Νταρίβα.
Καὶ τέτοια, ἀπὸ τοὺς φίλους του τ’ ἀλάνια.
Κεῖ μέσα στὸ πλῆθος, εἶδε τὴ
μάνα του μ’ ἕνα σακούλι στὸ χέρι, τὶς παλιοβακέτες στὰ πόδια
καὶ τὸ φουστάνι, ποιὸς ξέρει πόσες φορὲς εἶχε φορεθεῖ
μονοφόρι, γιὰ νὰ κατέβει νὰ τὸν δεῖ ἀπ’ τὸ χωριό. Δὲ
χειροκρόταγε. Τὸν τήραε μόνο. Ἔτσι, κατακόκκινο, ὅπως τὸν
εἶχε ντύσει ἡ ἀνάγκη.
Ὁ Νταρίβας χαμήλωσε τὸ θώρι
κι ἔδωσε διάτα, τὰ τούμπανα νὰ χαμηλώσουν τὸ παίξιμο, νὰ βγεῖ
ἦχος χνούδι, σὰν πούπουλο τρυγόνας. Πέσαν τὰ τούμπανα χαμηλά,
ἄλλαξε ὁ ρυθμὸς στὴ μέση τῆς πλατείας. Ὁ Νταρίβας ἐγύρισε
καὶ χαιρέτησε τὸ δικό του ἐπίσημο καὶ ξανάδωσε διάτα νὰ
ἀνέβει στὰ τούμπανα ἡ φωνή…
Σειρὰ τῶν σαλπιγκτῶν μετὰ νὰ παίξουν..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου