ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

Χριστουγεννιάτικα-Πρωτοχρονιάτικα έθιμα

(από την ΦΩΝΗ του ΑΓΡΟΤΟΥ)
Γράφει ο Μιλτιάδης Κωστάκος
Αυτά που γράφω τώρα, πρέπει να το πω, τα γράφω, πως το λέμε, στα γόνατα. Δηλαδή βιαστικά και κάπως πρόχειρα. Όχι από έλλειψη σεβασμού προς το αναγνωστικό κοινό. ΄Ισα-ίσα, που κάτι τέτοιο δεν συντρέχει. Αυτό δα έλειπε. Λέω «βιαστικά», γιατί όπου να, ναι έφτασαν τα Χριστούγεννα. Δηλαδή ένα πρωινό οι καμπάνες θα μας διαλαλήσουν το «χριστός γεννάται σήμερον…». Κι εγώ αμέλησα το χρέος μου.
Είπα το τροπάριο κι εμένα ο νους μου πήγε αμέσως πίσω, πολύ πίσω. Τότε που μαθητής στο δημοτικό, με το που έμπαινε ο Δεκέμβρης, στο απογευματινό μάθημα –είχαμε και τα απογεύματα σχολείο εκείνα τα χρόνια, πλην Σάββατο και Κυριακή- μαθαίναμε τα γιορτινά τραγούδια. Ειδικά για τα Χριστούγεννα, εκτός από το τροπάριο, το κλασικό, «Η Παρθένος σήμερον τον Υπερούσιο τίκτει…», λέγαμε κι άλλα δυό-τρία, θυμάμαι, ειδικά φτιαγμένα για τη Γέννηση του Χριστού. Να, ένα: «κοιτάξατε στον ουρανό ένα λαμπρό αστέρι, με πόση χάρη προχωρεί στης Βηθλεέμ τα μέρη…». Ή το άλλο: Δόξα Θεώ, δόξα Θεώ (η παλιά δημοτική εδώ, η γραμματική πτώση), Θεόν ανυμνούσιν αγγέλων τα πλήθη. Αγάπης αντηχεί φωνή, Σωτήρ του κόσμου εγεννήθη, αγάλλονται οι ουρανοί, οι ουρανοί. Δόξα Θεώ…».
Είδες που αν τα τραγούδια τραγουδιούνταν και γραπτώς, αυτή τη στιγμή θα τα τραγουδούσα κιόλας και θα καταλαβαίνατε και την ωραία μελωδία τους. Ήταν και η δασκάλα μας, η κυρία Βιργινία που είχε πολύ ωραία φωνή, πολύ μελωδική, που όταν τραγουδούσε, δηλαδή έψελνε, εκείνα τα ωραία τραγούδια, πολύ μας ανέβαζε το θρησκευτικό συναίσθημα μέσα μας. Αντίθετα, ο κύριος Κακάβας, ο άντρας της, δάσκαλος αυτός διευθυντής και άντρας της, δεν τα κατάφερνε με τα τραγούδια. Αυτός όλο μάθημα ήταν, κάτι που δε μας άρεσε καθόλου.
Είδατε; Για έθιμα είπαμε στην αρχή και το …ρίξαμε στα τραγούδια. Δεν πειράζει όμως. Έτσι μου ήρθαν στο νου μου τα τραγούδια από μόνα τους. Συμβαίνει αυτό πολλές φορές. Μόλις πεις ή ακούσεις μια λέξη,
ξυπνάνε αυτομάτως ένα πλήθος από αναμνήσεις. Έπειτα και τα τραγούδια που είπα, μέσα στα έθιμα περιλαμβάνονται, εφόσον τα φέρνομε στο μυαλό μας, εθιμοτυπικά που λέμε.
Όσο για τα έθιμα που τότε γιορτάζαμε, που κάναμε τέλος πάντων, αυτές τις χρονιάρες μέρες, δύο ήταν όλα κι όλα. Κι όταν λέω δύο, κυριολεκτώ. Πρώτα ήταν οι «τσιγαρίδες», δηλαδή γουρουνίσιο κρέας, χοιρινό, κομμένο σε μικρά κομματάκια που η μάνα τα έβαζε στο τηγάνι. Δεν έβαζε λάδι γιατί οι τσιγαρίδες είχαν από μόνες τους ξίγκι πάνω τους που έκαναν, εύλογα, το λάδι περιττό. Οικονομικές από αυτή την πλευρά οι τσιγαρίδες, γιατί εκείνα τα χρόνια δεν μας περίσσευε το λάδι, αλλά και τόσο νόστιμες. Είχα γράψει ξανά για τις τσιγαρίδες, κάποια άλλη χρονιά πίσω, αλλά εδώ μιλάμε τώρα για τα έθιμα. Δηλαδή τι μιλάμε, που μας αρέσει να μιλάμε όχι μια αλλά δυό και τρεις και περισσότερες φορές, για πράγματα που έχουν να κάνουν με το παρελθόν, με την παλιά ζωή, που τόσο μας συγκινεί εμάς τους παλιούς, αλλά και που αρέσει στους νέους να μαθαίνουν για το πώς ζούσανε οι γονείς τους και οι παππούδες τους. Έτσι μπαίνουν οι καινούργιοι κρίκοι στην μακριά αλυσίδα της παράδοσης σε κάθε τόπο.
Αυτό το ένα και μοναδικό έθιμο ήταν τότε για τα Χριστούγεννα, οι τσιγαρίδες. Τίποτε άλλο. Ούτε πάρτι, ούτε στολισμός στο σπίτι. Η μάνα μόνο έβγαζε απ’ το σεντούκι κάτι πολύχρωμες μπάντες που τις στέριωνε με καρφιά στους δυό τοίχους του σπιτιού μας αντικριστά κι αυτό ήταν όλος κι όλος ο Χριστουγεννιάτικος διάκοσμος, που τον έβγαζε πάλι την πρωτοχρονιά. Δε μιλάμε για στολισμό σε δρόμους και πλατείες, όπως γίνεται τώρα, που μας πέφτουν λίγα και φτωχικά το μεγάλο Χριστουγεννιάτικο δέντρο στην κεντρική πλατεία και οι φωτεινές γιρλάντες στους πολυσύχναστους χώρους. Θέλουμε κι άλλα πιο πλούσια. Τέτοια κάναμε, σπατάλες και ματαιοδοξίες δηλαδή, και να πού καταντήσαμε.
Την πρωτοχρονιά είχαμε τα «χαρτιά», την χαρτοπαιξία, το χαρτοπαίγνιο. Αυτό μάλιστα, ήταν από τα καλύτερα έθιμα και το γιορτάζαμε δεόντως όλοι, μικροί και μεγάλοι. Οι μεγάλοι στα καφενεία τα βράδια κι εμείς, τα παιδιά, στο χαγιάτι της Παναγίας, στα πεζούλια, ακόμα και στην Άγια Τράπεζα έξω στο προαύλιο του Αη Γιώργη. Τόσο ήταν το πάθος μας που παίζαμε χαρτιά, παιδιά εμείς, πάνω στις μαρμαρένιες πλάκες του νεκροταφείου πίσω από την εκκλησιά. Ούτε φόβος αλλ’ ούτε και σεβασμός στους αποβιώσαντες. Από πάνω στην πλάκα εμείς να καθόμαστε, να χαρτοπαίζουμε και να φωνάζουμε του καλού καιρού κι από κάτω μέσα στον κρυερό τους τάφο οι πεθαμένοι μας πρόγονοι. Ο απόλυτος συμβιβασμός την εγκόσμιας με τη μετά θάνατο ζωή. Ένας συνταιριασμός της επίγειας ζωής στην πιο αθώα της, την πιο ζωντανή, παιδική της εκδοχή, κι απ’ την άλλη το μέγα δέος από το μυστήριο της μεταφυσικής διάστασης. Κάτι που με τους άντρες, ως εικόνα, είναι αδιανόητο, με τοα παιδιά όμως το πράγμα άλλαζε. Ούτε ιεροσυλία, ούτε και φόβος.
Και να δεις που τώρα, από το ύψος των δεκαετιών, δεν λέμε πόσων, όσο το σκέφτομαι, τόσο ριζώνει μέσα μου η πίστη πως μια τέτοια σκηνή, μια τέτοια εικόνα, ήταν ό,τι καλύτερο για τους ίδιους τους προσφιλείς μας νεκρούς. Χρονιάρες μέρες που ήταν να λάβουν κι αυτοί οι καημένοι λίγη χαρά και να νιώσουν ολοζώντανη την ανθρώπινη παρουσία δίπλα τους. Το καλύτερο μνημόσυνο.
Αλλ’ ας τα’ αφήσουμε αυτά, γιατί πολύ αλαργέψαμε από το θέμα μας. Μπροστά μας έχουμε τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά και πρέπει να γιορτάσουμε δεόντως. Όπως ορίζει το έθιμο.
Χρόνια σας πολλά.
Μιλτιάδης Κωαστάκος -2013

Δεν υπάρχουν σχόλια: