ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

Παλιά Φιλιππιάδα.Στη μαγεία του κάμπου.

του Μιλτιάδη Δ.Κωστάκου
Έλεγε η συχωρεμένη η μάνα μου παλιά: «Η γη είναι αξετίμητη. Αγόρασε γη, μην πουλάς τη δική σου>>. Τον καιρό της κατοχής στην Αθήνα με τους Γερμανούς οι άνθρωποι πέθαιναν στους δρόμους από την πείνα και τους μάζευαν στο κάρο να τους θάψουν. Δεν είχαν να φάνε ούτε μια μπουκιά ψωμί. Εμείς εδώ είχαμε τον κάμπο και δεν πεινάσαμε. Σπέρναμε στο χωράφι το καλαμπόκι και βγάζαμε το αλεύρι της χρονιάς. Καλαμποκίσιο ψωμί, θα πεις, αλλά αυτό μας κράτησε στη ζωή τον καιρό της μεγάλης πείνας. Είχαμε στο λόγγο πεντέξι ρίζες ελιές, παίρναμε κι από εκεί λίγο λάδι, κόβαμε και τα ξύλα για τη φωτιά. Βοήθαγε, όσο να ναι  και ο κήπος, σκορδοκρέμμυδα, λίγες ντομάτες, λίγα φασολάκια, το ένα το άλλο, μπορέσαμε και ζήσαμε, δόξα τω Θεώ. Πρώτα όμως ήταν ο κάμπος, τα λίγα στρέμματα γης έδιναν κάμποση σοδειά  και βγαίναμε πέρα στις ανάγκες». Η πρώτη, η αρχέγονη σημασία της γης για τον άνθρωπο.


Αυτά έλεγε η μάνα μου, πριν από εξήντα τόσα χρόνια, και, μα την αλήθεια, είχε απόλυτα δίκιο. Ακούω και σήμερα τη φωνή της. Ήταν σα να μίλαγε η ίδια η μοίρα που σφράγισε τον τόπο μας. «Σου έδωσα αυτήν εδώ τη γη, λίγη ή πολλή, δούλεψε για να ζήσεις».

Ίδια η βιβλική εντολή, « με τον ιδρώτα του προσώπου σου να βγάζεις το ψωμί σου». Κατάρα ή ευλογία (ή και τα δυο μαζί, λέω τώρα εγώ) από τον Μεγαλοδύναμο για τους αποδιωγμένους από τον Παράδεισο Πρωτόπλαστους λόγω της γνωστής ανυπακοής τους. Τι άλλο μπορεί να πει κανείς. Πάντως το προπατορικό εκείνο αμάρτημα στοίχισε ποταμούς από ιδρώτα στο ανθρώπινο γένος και ποιος ξέρει πόσο θα κρατήσει αυτή η ιστορία. Στον αιώνα τον άπαντα, λένε οι Γραφές. Δηλαδή μια ζωή μεροδούλι μεροφάι, που λέει ο λόγος.
Η μια πλευρά του φεγγαριού. Για τη δουλειά και για τα ζόρια που τραβάμε εξαιτίας της.
Υπήρχε ωστόσο και η άλλη όψη. Αυτή που είχα εγώ στο δικό μου το παιδικό μυαλό για τον κάμπο, με τα δικά μου δεδομένα βέβαια.

Η άποψη της μάνας για τη γη και τον κάμπο ταυτιζόταν με τη σκληρή δουλειά και τον ιδρώτα. Τα οφέλη είναι μια άλλη ιστορία. Η μάνα μου δηλαδή, κατά το δικό μου πάντα σκεπτικό, έβλεπε τα πράγματα από την ωφελιμιστική τους πλευρά, τη λογιστική ας πούμε. Τόσα θα ξοδέψουμε, τόσα θα σοδέψουμε, συν πλην και τα λοιπά. Ένα είδος οικογενειακού προϋπολογισμού και απολογισμού στην τελική. Τη δουλειά και την κούραση, αυτά δεν τα λογάριαζε, τα θεωρούσε δεδομένα. Εδώ ήταν η δική μου ένσταση, η παιδική να εξηγούμαστε, προς τη μάνα μου και προς τον Θεό τον ίδιο. Γιατί να υπάρχει σ αυτόν εδώ τον κόσμο η δουλειά. Με άλλα λόγια, γιατί να πρέπει να δουλεύουμε. Τι θα πει, για να ζήσουμε. Ας τα άφηνε ο Μεγαλοδύναμος όπως ήταν τα πράγματα, να ζούμε όλοι στον Παράδεισο, σαν τον Αδάμ και την Εύα τον πρώτο καιρό, γιατί μετά την έξωση τους πήρε και τους σήκωσε κι αυτούς κι όλους εμάς μαζί, στον αιώνα τον άπαντα, που είπαμε. Δηλαδή απορίες και ερωτήματα εύλογα, που όταν τα είπα στη συχωρεμένη η μάνα μου, αυτή, θυμάμαι, αρκέστηκε να σηκώσει τους ώμους της και να πει: «τι να σου πω εγώ, παιδί μου, αγράμματη γυναίκα είμαι. Έτσι τα ΄φκιαξε ο Θεός τα πράγματα, εμείς δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς».
Σοφά λόγια, εδώ που τα λέμε, μέσα στην απλότητα τους, καθώς εκεί κατέληξα κι εγώ, παρ ότι εγγράμματος σε αντίθεση με τη μάνα μου και ύστερα από τόσα χρόνια.

Αυτές τις σκέψεις έκανα όταν παιδί περιδιάβαζα μέσα στον κάμπο. Έβλεπα ολόγυρα την πλούσια καταπράσινη βλάστηση, τα δέντρα με τους καρπούς που τον καιρό της ωρίμανσης ήταν απόλαυση μοναδική. Τα νερά στους ποτιστικούς αύλακες να κυλούν ήρεμα και υπάκουα, πρόθυμα στην αποστολή τους να ποτίσουν τα χωράφια γύρω και να σκορπίσουν τη δροσιά τους σε όλα και σε όλους, έμψυχα και άψυχα. Πάνω τα πουλιά να φτερουγίζουν και να πετούν από δέντρο σε δέντρο τιτιβίζοντας χαρούμενα. Γαλήνιες και ειρηνικές εικόνες που ηρεμούν την ψυχή σου και καταλαγιάζουν μέσα σου τα πάθη.

Ο επίγειος παράδεισος, η μυθική Εδέμ.

Παιδί ήμουν και στους συνειρμούς που έκανα συνυπήρχαν εναλλακτικά ο έντονος αισθησιασμός και η υπερβάλλουσα παιδική φαντασία που εξωραΐζει τα πράγματα στον κατά τα άλλα σκληρό κόσμο όπου ζούμε. Ευτυχώς που υπάρχει και η παιδική ηλικία και ομορφαίνει τη ζωή μας. Φαντάζεστε πόσο άχαρη θα ήταν η ζωή χωρίς την ξεγνοιασιά και τη χαρά της παιδικής μας ηλικίας. Αυτή είναι που μας παρηγορεί και μας δίνει κουράγιο στα κατοπινά χρόνια, οπότε αντικρίζουμε τη δύσκολη πραγματικότητα και το σκληρό πρόσωπο της ζωής. Τότε γυρίζουμε πίσω στα παιδικά μας χρόνια, εκεί βρίσκουμε το παλιό μας απάνεμο ακρογιάλι και παίρνουμε δύναμη.

Αυτά τα πράγματα δεν τα πολυκαταλαβαίναμε, παιδιά τότε, ούτε καν μας απασχολούσαν. Άλλες ήταν οι δικές μας προτεραιότητες.

Τα φρούτα και οι καρποί στα δέντρα αποτελούσαν τον κυρίαρχο στόχο μας, όταν πηγαίναμε στον κάμπο. Τα άλλα ήταν ψιλά γράμματα για μας. Το ένστικτο της πείνας οδηγούσε τα βήματα μας . Γι αυτό σαν περπατούσαμε μέσα στον κάμπο ερευνούσαμε σπιθαμή προς σπιθαμή σαρώνοντας με το βλέμμα τον χώρο ολόγυρα μας. Ακριβώς όπως τα ζώα που άλλη έγνοια δεν έχουν παρά να ψάχνουν για την τροφή τους.

Προπάντων τα σύκα και τα αγριοστάφυλα ήταν τα αγαπημένα μας φρούτα στον κάμπο. Πρώτα γιατί ήταν άφθονα τα δυο είδη και κυρίως πολύ γλυκά, λαχταριστά. Πολλές συκιές εδώ κι εκεί οι καημένες κάθε χρόνο Αύγουστο προς Σεπτέμβριο έφκιαχναν τον καρπό τους

Τα σύκα ,να μας τα προσφέρουν ,όταν το πανηγύρι στον κάμπο βρισκόταν στην αποθέωση .Τις συμπαθούσα πολύ τις συκιές κι ας είχε ο κόσμος άσχημη εικόνα γι αυτές .Έλεγαν για παράδειγμα πως άμα πέσεις από τη συκιά χτυπάς πολύ άσχημα παρ ότι  από τα άλλα δένδρα. Εγώ ήξερα ότι αυτό συνέβαινε , γιατί η συκιά είναι ντελικάτο δέντρο και τα κλαδιά της ξεσκονίζονται εύκολα ,ώστε η πτώση από το δένδρο να είναι απότομη ,χωρίς μια εναλλακτική λύση ,να πιαστείς ενώ πέφτεις από κάποιο διπλανό κλαδί και έτσι να μειωθεί το πέσιμο και να πέσεις κάπως στα μαλακά. Τις προάλλες ένας φίλος μου είπε και έναν άλλο λόγο. Οι συκιές ,είπε, συνήθως φυτρώνουν στην άκρη στους γκρεμούς ή στις όχθες στα αυλάκια και έτσι το πέσιμο γίνεται από μεγάλο ύψος και απότομα ,όπως εξηγήσαμε. Ήταν και που στη συκιά πήγε και κρεμάστηκε ο Ιούδας μετά αφού πρόδωσε τον Χριστό και το δένδρο πήρε κακό όνομα .Εγώ όμως ,καθώς είπα, τις συμπαθούσα τις συκιές για τα γλυκά τους σύκα κι ακόμα τώρα νιώθω μια ευγνωμοσύνη γι αυτές , γιατί στον καιρό της μεγάλης πείνας μας παραστάθηκαν γενναιόδωρα. Άσχετα αν εμείς τις πιο πολλές φορές τρώγαμε τα σύκα μισοάγουρα , πριν ωριμάσουν , «Μπρίτσακαλα» τα λέγαμε τα ανώριμα σύκα και ο λόγος που τα τρώγαμε πριν της ώρας τους ήταν απλούστατα να προλάβουμε εμείς πρώτοι να τα φάμε από  τους ανταγωνιστές μας ,έτσι που περιφερόμασταν στον κάμπο θηρευτές ,σαν τα ζώα που ψάχνουν την τροφή τους. Άμα  περιμέναμε να ωριμάσουν ,κάποιοι άλλοι θα τα έτρωγαν , έστω και «μπρίτσκαλα», καθώς είπαμε. Δεν υπήρχαν κανόνες και σαβουάρ-βιβρ στον κάμπο .Όποιος πρόλαβε τον κύριο είδε ,λέγαμε .Για την περίπτωση λέγαμε και το άλλο  «ο αγουροφάης κέρδισε». Δηλαδή , όποιος έφαγε  άγουρα τα φρούτα κέρδισε , οι άλλοι ήταν στο «περίμενε».

Τα αγριοστάφυλα τώρα. Αξίζει τον κόπο να τα γράψει κανείς αυτά και οι άλλοι να τα διαβάσουν ,για να μάθουν πράγματα που δε θα ματασυμβούν. Βιώματα δηλ. και εμπειρίες από αυτές που λέμε αξέχαστες για εκείνους που τα έζησαν και διδακτικές για εκείνους που τα έζησαν και διδακτικές για κείνους που δεν τα έζησαν κι ούτε πρόκειται να τα ζήσουν. Κάθε εποχή  είναι μοναδική και ανεπανάληπτη.

 Τα σταφύλια σήμερα προσφέρονται άφθονα και μάλιστα σε πολλές ποικιλίες , τόσο που καταντάει ρουτίνα να μιλάμε γι΄αυτό το θέμα .Δεν έχεις παρά να μπήξεις μια κληματόβεργα στο χώμα και σε δυο-τρία χρόνια να φας μπόλικα σταφύλια, της δικής σου προτίμησης μάλιστα .Τόσο προοδέψαμε.

 Δεν ήταν όμως έτσι τα πράγματα στα παλιά τα χρόνια. Σταφυλιές τα περισσότερα σπίτια είχαν στην αυλή τους τις λεγόμενες κρεβατίνες , ένα πρόχειρο στέγαστρο, να το πούμε έτσι να καταλάβετε ,φκιαγμένο από ξύλινα πασάλια  σε ύψος τριών, τεσσάρων   μέτρων από το χώμα ,για να μην σώνουν οι γίδες ,που είχαν στα σπίτια τους ο κόσμος , και να τα φάνε. Έλα ,όμως ,που προκοπή δεν είχαν εκείνα τα σταφύλια, που όταν έπαιρναν να ωριμάσουν «χάλαγαν», σάπιζαν, τα περισσότερα και τα υπόλοιπα τα έτρωγαν οι σφήκες και τα διάφορα  έντομα .
Ζήτημα ήταν να έτρωγες δύο τσαμπιά που λέει ο λόγος. Το πράγμα έχει την εξήγηση. Τα κλήματα θέλουν ράντισμα για να μπορέσουν να δώσουν τεχνικά καρπό και τέτοια φυτοφάρμακα ήταν πολυτέλεια για εκείνα τα χρόνια. Εδώ δεν είχαμε φάρμακα για εμάς τους ίδιους για τις αρρώστιες ,για τα κλήματα θα μας έκοφτε!

 Στον κάμπο όμως ψηλά στις λεύκες ,είκοσι ,τριάντα μέτρα ύψος τα αγριοστάφυλα πρόκοβαν και εκεί Αύγουστο Σεπτέμβριο έβλεπες τα τσαμπιά ,κοπάνια , έτσι  τα λέγαμε, ολόκληρα ,και χρύσιζαν στον καλοκαιριάτικο ήλιο ,σκέτος πειρασμός. Δεν είχες παρά σιγά-σιγά να σκαρφαλώσεις σ εκείνα τα θεόρατα δέντρα, ώσπου να φτάσεις τα σταφύλια. Από κάτω κοιτώντας προς τα πάνω σε τρόμαζε το ύψος. Έλεγες, θα τα καταφέρω ή θα γκρεμοτσακιστώ ,οπότε αντίο ζωή.
Γιατί αν έπεφτες από εκεί πάνω  θα έσκαζες κάτω σαν καρπούζι. Όμως το δέλεαρ άξιζε τον κόπο και τον κίνδυνο. Και να δείτε πως το ανέβασμα σε τόσο ύψος ,τόσα μέτρα λέμε, αποδεικνυόταν πανεύκολο, το ίδιο και το κατέβασμα. Ο λόγος ήταν που ο  κορμός της λεύκας είχε ολόγυρα κλαδιά και κρατιόσουν όσο διαρκούσε το ανέβασμα (ή το κατέβασμα).Περίπου όπως ανεβαίνει ο Χότζας στο μιναρέ που υπάρχει εσωτερικά σκάλα στριφογυριστή με κρατήματα στο πλάι.

Είχε μεγάλο γούστο ,όταν θρονιασμένος ψηλά στη λεύκα  έτρωγες με την ησυχία σου «κοπάνια»  τα αγριοστάφυλα. Τα έτρωγες με τη χούφτα λαίμαργα, όχι τσιμπολογώντας τα  και ήταν τόσο γλυκά που έτρωγες και δεν σταματούσες μέχρι  που γέμιζε η κοιλιά σου. Να έχεις από δίπλα σου τις λαίμαργες κίσσες να τσιμπολογούν  ακατάπαυτα τις ρόγες ,χωρίς να τις ενοχλεί ουδόλως η παρουσία σου μισό μέτρο απόσταση ,πρόσωπο με πρόσωπο δηλαδή. Μια προσωρινή ανακωχή ανάμεσα στους δυο προαιώνιους εχθρούς, τον θηρευτή και το θήραμα, λόγω της κοινής ανάγκης ,της πείνας.

Άσε το θέαμα από εκεί πάνω ! Έβλεπες από ψηλά πέρα ως πέρα τον κάμπο τις κορυφές των δέντρων, τους πράσινους τάπητες τα χόρτα κάτω, το χωριό πάνω με την εκκλησία και το καμπαναριό και τα σπίτια αραδιαστά σαν χάρτινα κουτιά. Ανεπανάληπτο  θέαμα μοναδικό. ΄Ωσπου, ο χτύπος της καμπάνας κομμάτιαζε την απογευματινή γαλήνη καλώντας σε στο σχολείο. Τα παρατούσες όλα και κατέβαινες βιαστικά  να προλάβεις το σχολείο ,γιατί  ο δάσκαλος δεν αστειευόταν σε θέματα αδικαιολόγητων απουσιών και η βέργα δούλευε αγάντα. Τόσα πράγματα, τόσες εικόνες, τέτοιες συγκινήσεις.

Τι να πει κανείς για τα άλλα φρούτα του κάμπου. Για τα ρόδια , για τα ροδάκινα ,τα ζέρζελα καθώς λέγαμε τα βερύκοκκα , για τα κούμπλα, τα  κορόμηλα δηλ. ,τα καρύδια ,τα πορτοκάλια και τα μανταρίνια , στα ιδιόκτητα περιβόλια αυτά , και για τόσα άλλα , που για να τα αναφέρει κανείς, χρειάζεται να μιλάει με τις ώρες. Αξέχαστη ζωή ,αξέχαστα χρόνια
Πίκρες αλλά και χαρές. Ή πάλι το κυνήγι με το «λάστιχο» στον κάμπο ,για τσίχλες και κοτσύφια. Γι αυτό  σας έλεγα στην αρχή , ο κάμπος τα χρόνια εκείνα ήταν η Εδέμ, ο επίγειος παράδεισος. Τώρα αυτά αποτελούν αναμνήσεις στο μυαλό λίγων σαν κι εμένα που είμαστε στη ζωή. Τα πάντα άλλαξαν εκεί κάτω στον κάμπο. Δένδρα, βάτα, κοντόθαμνα ξεχερσώθηκαν, λίγα χωράφια σπέρνονται. Ο κεντρικός δρόμος ,το μονοπάτι του παλιού καιρού που ίσα χώραγε να περάσει ένα κάρο διαπλατύνθηκε και ασφαλτοστρώθηκε για να περάσει η πρόοδος, να μη λερώσουμε τα σκαρπίνια μας στις καθημερινές μας βόλτες. Στους καθημερινούς περιπάτους, όταν έχει καλό καιρό. Άκου πράγματα!
Αντί βαμπάκι και τριφύλλι να σπέρνουμε γκαζόν και σπίτια- βίλες. Που; Μέσα στον κάμπο! Εκεί που το χώμα κάτω είναι ποτισμένο από ποταμούς ιδρώτα των παππούδων και πατεράδων και των μανάδων μας. Είπαμε ας όψεται το προπατορικό αμάρτημα.

Ρομαντικό παραλήρημα θα πεις. Εντάξει, το κλείνω. Με μια παρατήρηση. Ο κάμπος να είναι κάμπος και το δάσος να είναι δάσος. Εμείς εκεί, όλα στη βόλεψή  μας και στην άνεσή μας. Δεν εξαιρώ τον εαυτό μου. Μας πήρε και μας σήκωσε όλους. Διώχνουμε τα δέντρα, τη βλάστηση και μαζί τους διώχνουμε τα πουλιά και τα ζωάκια από τον κάμπο και από το δάσος. Χωρίς σχεδιασμό. Χωρίς υποτυπώδη προγραμματισμό, τι θα απογίνουν όλα αυτά τα πλάσματα που ο θεός δημιούργησε, έμψυχα και άψυχα. Φύγετε όλοι και όλα, να μείνω μόνο εγώ. Έτσι, φαίνεται να λέει ο σύγχρονος άνθρωπος, ο σημερινός Έλληνας δηλαδή. Γιατί οι ξένοι κάπου έβαλαν τέλος στην ασυδοσία.

Κρίμα όμως για τη φύση και για τον χαμένο παράδεισο. Γιατί εδώ συμβαίνει το εξής παράδοξο. Εν αρχή ο Θεός έδιωξε τους Πρωτόπλαστους από τον Παράδεισο. Τώρα εμείς με τη σειρά μας διώχνουμε τον Παράδεισο. Να είναι κίνηση ρεβανσισμού ή μήπως για να φάμε το ίδιο μας το κεφάλι; Τι να συμβαίνει άραγε από τα δύο!

Λέω εγώ κι αναρωτιέμαι. Πείτε μου τώρα κι εσείς.

 Μιλτιάδης Δ.Κωστάκος  Μάρτης 2016

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

ΤΕΛΙΚΑ ΤΟ ΕΒΓΑΛΑ ΤΟ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ.ΤΕΤΑΡΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΦΕΤΟΣ ΚΑΘΑΡΑ ΔΕΥΤΕΡΑ ΕΧΕΙ ΝΑ ΜΟΥ..ΣΗΚΩΘΕΙ.Ο ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ ΝΤΕΕΕ!!!