ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

''Η δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας 1913-2001'' ένα βιβλίο του Δημήτρη Κολιού

Πρόκειται για ένα βιβλίο, όπου ο συγγραφέας, είναι ολοφάνερο ότι αφιέρωσε πολύ χρόνο προκειμένου να συγκεντρώσει, να επεξεργαστεί και να αναλύσει το τεκμηριωτικό υλικό της μελέτης του. Το ζήτημα με το οποίο καταπιάνεται καλύπτει, ένα κενό στην ιστοριογραφία της περιοχής και γενικότερα της Ηπείρου. Αξιοποιώντας την κεκτημένη γνώση για την ιστορία της περιοχής, το βιβλίο ''Η δημογραφική εξέλιξη της Φιλιππιάδας 1913-2001'', μας προσφέρει μια μελέτη, η οποία προάγει ουσιαστικά τη γνώση του πρόσφατου παρελθόντος της, πολύ χρήσιμη τόσο για την επιστημονική κοινότητα όσο και για γι’ αυτούς που θέλουν να γνωρίσουν την ιστορία του τόπου τους.         
          Η μελέτη του κυρίου Κολιού είναι γραμμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να ικανοποιεί και τον επιστήμονα που ενδιαφέρεται γι’ αυτά τα ζητήματα, αλλά και τον απλό αναγνώστη. Με όλους τους κανόνες της επιστημονικής δεοντολογίας, πιο συγκεκριμένα της ιστορικής δημογραφίας,
ταυτόχρονα όμως με ένα στυλ γραφής πολύ κατανοητό από τον καθένα. Πρόκειται για έναν δύσκολο συνδυασμό που δεν τον συναντούμε πάντα στα επιστημονικά πονήματα. 
Το ερμηνευτικό πλαίσιο που επιλέγει ο κύριος Κολιός για να εξετάσει τη δημογραφική εξέλιξη της περιοχής Φιλιππιάδας είναι αυτό που θεωρείται από τους ειδικούς ως το καλύτερο για τη διαπραγμάτευση τέτοιου είδους ζητημάτων. Η δομή του βιβλίου, όπως αυτή διαγράφεται στην εισαγωγή, είναι σαφής και ανταποκρίνεται απολύτως στον στόχο που έθεσε κατά τη συγγραφή του. Όπως σημειώνει ο ίδιος, «βασικός στόχος του παρόντος βιβλίου είναι η παρουσίαση, ανάλυση και κατανόηση της δημογραφίας της Φιλιππιάδας –στο πλαίσιο των εκάστοτε διοικητικών ορίων της επαρχίας, κοινότητας και δήμου- και των χωριών που υπάγονταν σ’ αυτήν, κατά τον 20ό αιώνα, με βάση τα στοιχεία που προέκυψαν από τις επίσημες απογραφές του Ελληνικού Κράτους».
Ακολουθώντας μία πολύ βασική αρχή της σύγχρονης ιστοριογραφίας, την οποία εισηγήθηκε η Γαλλική Σχολή των Annales, εξετάζει στο πρώτο κεφάλαιο της μελέτης του τη γεωγραφία της περιοχής προκειμένου να γίνει κατανοητό πώς το ανάγλυφο, οι γεωμορφολογικές δηλαδή ιδιαιτερότητες του τόπου και το κλίμα  επηρέασαν και καθόρισαν την κατοίκηση αυτού του χώρου ήδη από τα αρχαία χρόνια, θεωρώντας, ορθά, ως έναν πολύ βασικό παράγοντα που καθορίζει τη δημιουργία των οικισμών τον υψομετρικό. Σ’ αυτή τη συνάφεια, δεν παραβλέπει και τον παράγοντα οικονομία (είτε της γεωργικής οικονομίας είτε της κτηνοτροφικής) προκειμένου να αναδείξει τον ρόλο που έπαιξε στην κατοίκηση του χώρου. Έτσι, επισημαίνει ότι το έδαφος της Φιλιππιάδας, το οποίο παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ηπειρωτικού τοπίου, γίνεται στο νότο πεδινό, με μικρές κοιλάδες και πεδιάδες, όχι
ιδιαίτερα εκτεταμένες, «με αποτέλεσμα η παραγωγή των δημητριακών να μην ήταν επαρκής για τους κατοίκους», ενώ αλλού παρατηρεί ότι στην περιοχή αυτή αναπτύχθηκε ιδιαίτερα η κτηνοτροφία, η οποία αποτελεί σήμερα, με τις μεταποιητικές επιχειρήσεις, έναν δυναμικό παράγοντα της τοπικής οικονομίας. Οι εξαιρετικοί πράγματι χάρτες, οι ωραίες (παλαιές ή σύγχρονες) φωτογραφίες και οι πολλές έγχρωμες γραφικές παραστάσεις που κοσμούν το βιβλίο βοηθούν πολύ τον αναγνώστη να κατατοπιστεί στον χώρο και να κατανοήσει καλύτερα όσα αναφέρει ο συγγραφέας. Η παρατήρηση αυτή ισχύει και για το δεύτερο κεφάλαιο της μελέτης, που αναφέρεται στην ιστορία της περιοχής.   
  Ίχνη της παρουσίας του ανθρώπου σ’ αυτή την περιοχή ανιχνεύονται από την Παλαιολιθική περίοδο. Ο κ. Κολιός παρακολουθεί την πορεία της σε όλες τις περιόδους της ιστορίας, αξιοποιώντας  ό,τι έχει φέρει ως τώρα στο φως η σκαπάνη των αρχαιολόγων και η ιστορική έρευνα, για να αναδείξει αφενός τη συνεχή, αλλά όχι ευθύγραμμη κατοίκησή της, και αφετέρου τις τομές στην ιστορία του τόπου. Ιδιαίτερα σημαντική και απόλυτα ορθή, κατά τη γνώμη μου, είναι η παρατήρηση που κάνει ότι «η ευρύτερη περιοχή της Φιλιππιάδας έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά την οθωμανική περίοδο γιατί απ’ αυτήν περνούσαν οι κυριότερες οδικές αρτηρίες που συνέδεαν την Άρτα και την Πρέβεζα με τα Ιωάννινα». Όπως παρατηρεί, στις αρχές του 19ου αιώνα εντοπίζονται οι πρώτες γραπτές αναφορές στους οικισμούς αυτής της περιοχής. Η παράθεση αποσπασμάτων από τα έργα ξένων ταξιδιωτών (όπως του Leake, του Pouqueville και του Hughes) που πέρασαν από εδώ στις αρχές αυτού του αιώνα μας μεταφέρουν δύο αιώνες πίσω επιτρέποντάς μας να αναπλάσουμε τον οικισμένο ή μη χώρο και ν’ αναλογισθούμε τι άλλαξε από τότε έως σήμερα. Η ενσωμάτωση της Άρτας στο ελληνικό κράτος είχε ως συνέπεια οι μουσουλμανικές της οικογένειες να μετακινηθούν και να εγκατασταθούν στην ευρύτερη περιοχή της Φιλιππιάδας σε μία νέα πόλη που χτίστηκε γι’ αυτούς παίρνοντας το όνομα Χαμιδιέ προς τιμήν του σουλτάνου Αβδούλ Χαμήτ και μετονομάστηκε γρήγορα σε Νέα Φιλιππιάδα.  Για το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα  διαθέτουμε τις πρώτες δημοσιευμένες οθωμανικές απογραφές για τον πληθυσμό των οικισμών της περιοχής, τις οποίες παραθέτει ο συγγραφέας πριν φθάσει στην πιο πρόσφατη ιστορία της περιοχής, από την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό Κράτος μέχρι σήμερα για να παρακολουθήσει τα κυριότερα γεγονότα αυτής της περιόδου και τις διοικητικές μεταβολές που έγιναν από τότε έως σήμερα. 
Έτσι εισάγεται ο αναγνώστης ομαλά στο τρίτο, πιο εκτεταμένο και πιο σημαντικό κεφάλαιο αυτής της μελέτης, στο οποίο εξετάζεται η δημογραφική εξέλιξη της περιοχής κατά τον 20ό αιώνα και συγκεκριμένα από το 1913 έως το 2001. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εξέταση των πληθυσμιακών μεταβολών δεν γίνεται ερήμην των πολεμικών και πολιτικών γεγονότων που συνέβησαν στην εξεταζόμενη περιοχή, αλλά και ευρύτερα στον χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του ελληνικού Κράτους. Αντίθετα, πολύ ορθά και συνετά ο συγγραφέας εντάσσει το δημογραφικό στο πολιτικό ή το πολεμικό, προκειμένου να δει πώς τα διάφορα γεγονότα επηρέασαν τις μετακινήσεις του πληθυσμού προς και απ’ αυτήν την περιοχή, τις αυξομειώσεις του, την αλλαγή των ορίων του δήμου κλπ. Για παράδειγμα, όπως γράφει, οι Βαλκανικοί πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα την πύκνωση με την άφιξη επήλυδων του πληθυσμού των ορεινών και ημιορεινών κτηνοτροφικών οικισμών, ενώ αντίθετα οι οικισμοί με χαμηλό υψόμετρο δεν παρουσιάζουν ιδιαίτερη πληθυσμιακή πύκνωση, λόγω των βαλτωδών εδαφών Δεν αγνοεί δε και τον οικονομικό παράγοντα, ο οποίος έπαιζε και παίζει πάντα καθοριστικό ρόλο στην κίνηση του πληθυσμού μιας περιοχής. Αξίζει δε να τονιστεί ότι δεν εκβιάζει τα συμπεράσματα, ούτε δίνει εύκολες απαντήσεις σε δύσκολα ερωτήματα για τα οποία απαιτούνται και άλλες πρωτογενείς έρευνες.   
Ο κ. Κολιός δεν παραθέτει απλά τα στοιχεία των απογραφών του ελληνικού κράτους, αλλά προχωράει σε μία ουσιαστική ανάλυση των πληροφοριών που δίνουν, κάνοντας πολύ λεπτές και μετρημένες παρατηρήσεις που προαιωνίζουν έναν καλό ιστορικό.  Επισημαίνει ορθά ότι η μειωμένη παρουσία των γυναικών στις πρώτες απογραφές οφείλεται στην υποκαταγραφή τους, λόγω των αντιλήψεων της εποχής εκείνης, λόγω θανάτων πολλών γυναικών κατά τον τοκετό και για άλλους λόγους, ενώ, αντίθετα, το ποσοστό των ανδρών εμφανίζεται μεγαλύτερο για στρατιωτικούς και φορολογικούς κυρίως λόγους. Από το 1917 παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού των πεδινών οικισμών της περιοχής, κάτι που οφείλεται πρωτίστως στη σταδιακή διανομή στους ακτήμονες γεωργούς γαιών που ήταν πριν τουρκικά τσιφλίκια, στον εκσυγχρονισμό των καλλιεργητικών μεθόδων, στη καταπολέμηση της  ελονοσίας και στην εκδίωξη των μουσουλμάνων. Γι’ αυτούς τους λόγους, όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, παρατηρείται την εποχή αυτή «μία ριζική αντιστροφή της παλαιότερης κατανομής του πληθυσμού, ευνοώντας τη συσσώρευσή του σε πεδινούς οικισμούς της Φιλιππιάδας που προσφέρονταν περισσότερο στη γεωργική εκμετάλλευση».
Εξαιρετική είναι και η ανάλυση των δημογραφικών μεταβολών που συνέβησαν στην περιοχής της Φιλιππιάδας κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου. Από τις σχετικές με το ζήτημα αυτό σελίδες της μελέτης καταλαβαίνει κανείς ποιες ήταν οι δημογραφικές –άρα και οι οικονομικές- συνέπειες του σημαντικότερου ίσως γεγονότος για τον Ελληνισμό κατά τον 20ό αιώνα στην εξεταζόμενη περιοχή. Μ’ άλλα λόγια, τη σχέση της μεγάλης, της εθνικής, ιστορίας με την μικροϊστορία ή, αλλιώς, με την τοπική ιστορία. Η Φιλιππιάδα γνώρισε σημαντικό αριθμό προσφύγων, αν τον συγκρίνουμε με τον μικρό αριθμό προσφύγων που εγκαταστάθηκαν σε όλη την Ήπειρο. Όπως επισημαίνει ο συγγραφέας, η μεγαλύτερη παρουσία των γυναικών στην απογραφή του 1923, σε σχέση με την απογραφή του 1928, υποδηλώνει ότι στους προσφυγικούς πληθυσμούς δεσπόζουν οι γυναίκες, καθώς η Μικρασιατική καταστροφή έπληξε κυρίως τον ανδρικό πληθυσμό. Έτσι, ανάμεσα στις απογραφές του 1913 και του 1928 ο ανδρικός πληθυσμός της επαρχίας παρουσίασε αύξηση κατά  5,95% και ο γυναικείος κατά 17,34%. Την ίδια περίοδο παρατηρείται αύξηση του πληθυσμού των ορεινών και ημιορεινών οικισμών, γιατί τα χωριά αυτά ευνοούσαν την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας και δευτερευόντως της γεωργίας. Οι πληθυσμιακές αυτές μεταβολές παρακολουθούνται από τον συγγραφέα λεπτομερώς κατά οικισμό και κατά φύλο, συνοδεύονται δε από ωραίες γραφικές παραστάσεις, που βοηθούν τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τα γραφόμενα.
Κατά τον ίδιο προσεκτικό και πειστικό τρόπο συνεχίζει ο κ. Κολιός την επεξεργασία των απογραφικών δεδομένων της δεκαετίας 1940-1950, επισημαίνοντας ότι η απαλλοτρίωση μεγάλων ιδιωτικών, εθνικών και εκκλησιαστικών γαιών, που ξεκίνησε το 1917 και εντατικοποιήθηκε τα επόμενα χρόνια, λειτούργησε και για τη Φιλιππιάδα. Αποτέλεσμα αυτών των απαλλοτριώσεων ήταν η μετακίνηση ευάριθμων πληθυσμιακών ομάδων προς τους ορεινούς και πεδινούς οικισμούς της περιοχής. Συγκρίνοντας δε την απογραφή του 1920 μ’ αυτήν του 1940 διαπιστώνει ότι ο πληθυσμός της Νέας Φιλιππιάδας παρουσίασε σημαντική μείωση, της τάξης του 24%, η οποία όμως υπερκαλύφθηκε από την αύξηση του πληθυσμού της Παλαιάς Φιλιππιάδας. 
Στα επόμενα μέρη αυτού του κεφαλαίου εξετάζονται οι δημογραφικές εξελίξεις της περιοχής κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, παράλληλα με τις διοικητικές αλλαγές των ορίων του δήμου. Στην απογραφή του 1951 ο δήμος Φιλιππιάδας παρουσιάζει μία σημαντική αύξηση του πληθυσμού κατά 50%, η οποία είναι πολύ πιο έντονη στην πόλη της Φιλιππιάδας (αύξηση 124,57%). Τούτο οφείλεται στο ότι καταφεύγουν σ’ αυτήν πληθυσμοί από την ύπαιθρο για μεγαλύτερη ασφάλεια λόγω των εμφυλιοπολεμικών γεγονότων. Εν συνεχεία τονίζονται οι αρνητικές επιπτώσεις της εξωτερικής και της εσωτερικής μετανάστευσης για την περιοχή στα χρόνια 1955-1971 (κυρίως προς τη Γερμανία και την Αθήνα, αλλά και προς μεγάλες πόλεις της Ηπείρου, ιδίως προς τα Γιάννενα και την Άρτα) και επισημαίνονται με σαφήνεια οι αιτίες αυτού του φαινομένου, το οποίο έπληξε ιδίως την Ήπειρο: οικονομική ανέχεια, ανεργία, οικονομικές ανισότητες, αναζήτηση καλύτερων συνθηκών ζωής και άλλες. Το κεφάλαιο αυτό και όλη η μελέτη ολοκληρώνεται με καίριες παρατηρήσεις για την τελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα, οπότε σχηματίστηκε ο καποδιαστριακός  δήμος Φιλιππιάδας. Μία περίοδο πληθυσμιακής ανάπτυξης, που ο κ. Κολιός πιθανολογεί ότι οφείλεται στη μείωση του μεταναστευτικού ρεύματος.
Τα συμπεράσματα με τα οποία ολοκληρώνεται η μελέτη δείχνουν ότι ο συγγραφέας έχει κατανοήσει καλά μέσα από ποιες διαδικασίες και υπό την επίδραση ποιων παραγόντων (γεωμορφολογικών, οικονομικών, πολιτικών και άλλων) εξελίχθηκε στη διάρκεια ενός αιώνα ο πληθυσμός της Φιλιππιάδας. Η καταληκτήρια παράγραφος των συμπερασμάτων είναι η πεμπτουσία όλου του βιβλίου και άκρως επίκαιρη. Ειδικότερα: «Από την αναζήτηση των αιτίων των εκάστοτε αυξομειώσεων του πληθυσμού, που δεν οφείλονταν στην αλλαγή των διοικητικών ορίων, προκύπτει ότι ορισμένες μεταβολές προκλήθηκαν από μεμονωμένα γεγονότα ιστορικής σημασίας, όπως η άφιξη των Μικρασιατών προσφύγων. Ορισμένοι όμως παράγοντες, που επηρέαζαν σημαντικά τις μεταβολές των πληθυσμιακών μεγεθών, όπως η φτώχεια και η ανεργία, που οδήγησαν στο μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα κυρίως στο δεύτερο μισό του 20ού αι. παραμένουν σε καιρούς τεταμένης και έντονης οικονομικής κρίσης της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αι. επίκαιροι για τις δημοτικές αρχές και τη διαμόρφωση της όποιας πολιτικής και στρατηγικής για το κοινωνικό γίγνεσθαι των κατοίκων και το μέλλον της Φιλιππιάδας.».  
Πρόκειται, λοιπόν, για μία σημαντική μελέτη, για μία ουσιαστική συμβολή στην ιστορία της Φιλιππιάδας και κατ’ επέκταση, όλης της Ηπείρου. Μάλιστα, ο Εκπολιτιστικός Σύλλογος Κερασώνα, ''ο Άγιος Απόστολος Παύλος'', σε πρόσφατη εκδήλωσή του και ειδικότερα την Τετάρτη, 13 Απριλίου 2016, τίμησε τον συγγραφέα Ιστορικό, Αρχαιολόγο και υπ. Διδάκτωρ, με την απονομή τιμητικής πλακέτας, για την συγγραφή του βιβλίου του, αλλά και για την γενικότερη συνεισφορά του στην ανάδειξη της τοπικής ιστορίας και του πολιτισμού.
         


3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

και ένα τέταρτο μητέρας αρκει για δέκα ζωές πάλι κατι θα περισσέψει Ο.Ελύτης

Ανώνυμος είπε...

Ρε φίλε πως κλείνετε το ρήμα μητέρα; -Μα δεν είναι ρήμα.-Είσαι σίγουρος; Αγαπώ,κάνω,προσφέρω,ακούω,αντιμετωπίζω,χαίρομαι,κλαίω,αγκαλιάζω,χαιδεύω,νοιώθω,φροντίζω,ξενυχτώ,προστατεύω,υποχωρώ,διαβάζω,καθαρίζω,μαγειρεύω,ταίζω,ξαγρυπνώ,ουρλιάζω,ψιθυρίζω,τραγουδώ,χαμογελάω,τρέχω,εκπαιδεύω,κατανοώ,συγχωρώ,υφίσταμαι,ανακουφίζω,υποφέρω,μιλώ,συμβουλεύω...-Έχεις δίκιο.Μητέρα δεν είναι μονο ένα ρήμα αλλά...όλα τα ρήματα της ζωής.

Ανώνυμος είπε...

Περικλής Κοροβέσης
"Τελικά αποδείχτηκε πως η χειρότερη μνημονιακή κυβέρνηση είχε αρχηγό τον Τσίπρα. Και όλα αυτά γιατί; Για τη μανία της εξουσίας. Και είναι τουλάχιστον θλιβερό να βλέπεις έντιμους αγωνιστές της Αριστεράς, που για τον έρωτα της καρέκλας και της εξουσίας τα ξεπούλησαν όλα, να μην μπορούν πια να κυκλοφορήσουν στον δρόμο.
Δεν ξέρω κατά πόσο έχουν συνείδηση αυτοί οι άνθρωποι πως με τη στάση τους καταστρέφουν το έργο της ζωής τους και μαζί με αυτό την Αριστερά ως πολιτικό πρόταγμα και κοινωνική παρουσία, που δύσκολα πια θα μπορέσει να πάρει επάνω της και να συγκροτηθεί ως σοβαρή και στιβαρή πολιτική δύναμη..."