ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

26.Κάποτε στην Παλιά Φιλιππιάδα

του Μιλτιάδη Δ.Κωστάκου
Μια καλοκαιρινή μέρα.

Ετσι όπως είναι δοσμένος ο τίτλοςκαι ο λόγος του ως πρόταση είναι ελλειπτικός ως προς το τι εννοεί ακριβώς και πού αναφέρεται,μπορεί εύλογα ο αναγνώστης να περιμένει μια ιστοριούλα αλλιώτικη από τις άλλες που λέγονται εδώ.Πώς θα δώσουμε το διάγραμμα μιας συνηθισμένης και γι αυτό ανούσιας ημέρας,μονότονης και ρουτινιάρικης,ίδιας και απαράλλαχτης με τις άλλες.

Καθώς λέει ο Καβάφης σ ένα ποίημα με τίτλο <<Μονοτονία>>
<<… τη μια μονότονην ημέρα άλλη/μονότονη απαράλλακτη ακολουθεί…και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει>>.

Λοιπόν, για να κλείσουμε τον πρόλογο,μονοτονία για τα παιδιά εκείνης της εποχής δεν υπήρχε.Απεναντίας η κάθε μέρα ήταν και μια περιπέτεια,γεμάτη απρόοπτα και δράση.Και κίνδυνο θα πρόσθετα.Και μη σπεύσετε να μου πείτε ότι το ίδιο ισχύει,ότι παρόμοια συμβαίνει ,με τα παιδιά την κάθε εποχή.

Εδώ είναι η ένστασή μου αλλά και το βαθύτερο νόημα της ιστοριούλας μας σήμερα.Θα το δείτε στη συνέχεια.Να μη τα λέμε όλα από την αρχή.Γιατί σκοπός εδώ δεν είναι μόνο η τέρψη,η ευχαρίστηση δηλ.που ως άμεσο αποτέλεσμα δίνεται με τις ιστοριούλες αυτού του είδους,αλλά για να μπορέσουμε μέσα από αυτές να γνωρίσουμε και να καταλάβουμε εκείνη την εποχή που τις έφτιαξε.

Όσο για την προτίμησή μου(και την εμμονή μου) στην παιδική ηλικία σας αφήνω να το καταλάβετε μόνοι σας.Εγώ μια λέξη μόνο θα πω, ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ.

Να μαστε,τώρα,στην πλατεία του χωριού,στα <<μαγαζιά>> που τη λέγαμε,με τα θεόρατα πλατάνια.Μια παρέα παιδιά,όρθιοι η καθισμένοι στα πεζούλια ένα γύρο,ένα ημικύκλιο για την ακρίβεια,και να μας έχουν τελειώσει τα πειράγματα και τα αστεία.Τι κάνουμε από εδώ και πέρα;Αυτό ήταν το πρόβλημα εκείνη την ώρα.

Ο καλοκαιρινός ήλιος είχε ανέβει ένα ζωνάρι στον ουρανό και μόλις άρχιζε η ζέστη.Να πηγαίναμε στο ποτάμι για μπάνιο,ήταν λίγο νωρίς.Να πηγαίναμε στον κάμπο και να μας έπιαναν οι μεγάλες ζέστες ντάλα μεσημέρι,ήταν κάπως αργά.Μπορεί ο κάμπος να είχε νερά και βλάστηση,άμα όμως πιάνει η ζέστη εκεί κατά το μεσημέρι σε κατακαίει ο ήλιος και το καλύτερο που έχεις τότε να κάνεις είναι να καταφύγεις στον ίσκιο κάτω από ένα δέντρο.Είναι περίεργος ο κάμπος στα καμώματά του με τη ζέστη και δεν αστειεύεται.Φαίνεται πως το πράγμα έχει σχέση με την υγρασία που στην αρχή σε δροσίζει, το καλοκαίρι,αλλά όταν ανάβει η ζέστη,τότε η υγρασία κάνει πιο αποπνικτική την ατμόσφαιρα και σου κόβεται η ανάσα.

Ετσι είχε η κατάσταση εκείνη την ώρα,δεν είχαμε τι να κάνουμε.Για προγραμματισμούς και άλλα τέτοια ούτε λόγος.Για τα παιδιά ισχύει το <<πάμε και όπου βγούμε>>.Αρκεί κάποιος να έχει μια έμπνευση της στιγμής.Τη λύση στην αμηχανία την έδωσε ο αρχηγός,ένα παιδί πρώτο στην ικανότητα και στην επιτηδειότητα. 

- Πάμε στις Γούβες πάνω στις σπηλιέςνα βάλουμε φωτιά και να κάψουμε τα κουρνόπουλα στις φωλιές τους. (κουρνόπουλα,κουρουνόπουλα,οι νεοσσοί,τα νεογέννητα πουλάκια από τις κουρούνες)

Η πρόταση έγινε δεκτή ομόφωνα και με ενθουσιώδη τρόπο.Ηταν ότι καλύτερο εκείνη την ώρα.Μας έδιωχνε,την πλήξη (την μονοτονία που είπαμε και στην οποία δεν στέργουν τα παιδιά) αλλά και θα ξεκαθαρίζαμε τους λογαριασμούς μας με τις κουρούνες,εκείνα τα κατάμαυρα και αντιπαθητικά πουλιά.

Ένα ολόκληρο ιστορικό ως αρνητική και μαύρη προκατάληψη βάραινε από χρόνια τις σχέσεις εμάς των παιδιών με τις κουρούνες.Και δεν εννοώ εδώ το πόσο ζημιάρικες ήταν στα καλαμπόκια και τις άλλες σοδειές.Αυτό ήταν θέμα για τους μεγάλους,τους πατεράδες και τις μανάδες μας,που έβλεπαν το βιος τους να εξανεμίζεται,την ώρα που αυτό ήταν ώριμο για μάζεμα στον κάμπο.Γιατί οι κουρούνες τότε ήταν κοπάδια, χιλιάδες μπορώ να πω.Επεφταν φθινόπωρο σαν μαύρο σύννεφο στα καλαμπόκια και τα ρήμαζαν.Σωστή πληγή,αντίστοιχη με τη μία από τις εφτά πληγές του Φαραώ,με τις ακρίδες.

Εμάς δεν μας έκοφτε αυτό.Είχαμε το δικό μας λογαριασμό με τις κουρούνες(κρούνες τις λέγαμε με το γλωσσικό μας ιδίωμα τότε).
Πρώτα, δεν τις χωνεύαμε,γιατί ήταν κατάμαυρες και καθώς έιχαν κατοικητήριο τις σκοτεινές σπηλιές πάνω στις Γούβες και γιατί συγκατοικούσαν με τις νυχτερίδες και τις κουκουβάγιες,νυχτόβια πένθιμα πλάσματα αυτές,τις θεωρούσαμε τις κουρούνες περίπου διαβολικά πουλιά.

Το δεύτερο ήταν που το κρέας τους μύριζε απαίσια σαν ψοφίμι,καθώς έτρωγαν ψοφίμια στους δρόμους,γατιά,σκυλιά κλπ.
Τέλος δεν τις πηγαίναμε με τίποτε,γιατί ήταν τόσο έξυπνες οι διαολεμένες που μόλις μας έβλεπαν να παίρνουμε στάση βολής με τις λαστιχένιες τότε σφεντόνες μας,αυτές καταλάβαιναν και την τελευταία στιγμή φτερούγιζαν μακριά αφηνοντάς μας στα …κρύα του λουτρού, απογοητευμένους,αλλά και μανιωμένους που για μια ακόμη φορά δε μπορέσαμε να τις βαρέσουμε,να τις πετύχουμε με το λάστιχο.Ηταν κι αυτός ένας σημαντικός λόγος που τις αντιπαθούσαμε,μπορεί και ο σημαντικότερος.Γιατί δεν τις κυνηγούσαμε για το κρέας τους,όπως τα άλλα πουλιά,αλλά για την χαρά του κυνηγιού,για εκείνη την ικανοποίηση του αρχέγονου ένστικτου,που ανταμώνει τον ανθρωπο ως κυνηγό,θηρευτή με τα ζώα και τα πουλιά ως θηρευτική λεία,ρόλοι δηλ.που σε κάποιες περιπτώσεις με τα ζώα ως γνωστόν αντιστρέφονται και ο ανθρωπος από θηρευτής γίνεται θήραμα.Παμπάλαια ιστορία όσο παλιός είναι ο άνθρωπος.

Για τους λόγους αυτούς και κυριότερα για τον τελευταίο αντιπαθούσαμε τις κουρούνες,τις μισούσαμε καλύτερα,ώστε η πρόταση του αρχηγού μας βρήκε σύμφωνους χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Ετσι χωρίς καθυστέρηση προχωρήσαμε στην εφαρμογή του σχεδίου που είχε εκπονήσει ο αρχηγός.

Το σχέδιο ήταν απλό χωρίς πολλές ετοιμασίες.Ολο κι όλο που χρειάζονταν ήταν ένας τενεκές πετρέλαιο,μισογεμάτος μας έφτανε,ένα στουπί από κουρέλια για την περίσταση,να ανάψουμε ένα δαυλό,και όλοι μας να προμηθευόμασταν από ένα καλάμι μακρύ (τέτοια είχε πολλά ο κάμπος λίγο πιο κάτω).

Σε τρία τέταρτα όλα ήταν εντάξει.Ο αρχηγός φαίνεται είχε στο νου του το σχέδιο από καιρό,γιατί δε χρειάστηκε να αγοράσουμε πετρέλαιο,είχε στο σπίτι του ένα τενεκέ μισογεμάτο.

Στις σπηλιές πάνω παίχτηκε η τελευταία πράξη του δράματος.Με τα καλάμια γρήγορα-γρήγορα τρυπάγαμε τις καμωμένες από άχυρα και ξερόκλαδα φωλιές και τα κουρνόπουλα αμάλλιαγα και άφτερα πλασματάκια έπεφταν σαν παραγινωμένοι καρποί δέντρων και έσκαζαν κάτω στο πετρώδες έδαφος.Τα κορμακια τους ανοίγαν από την πρόσκρουση και από τις κοιλίτσες τους έχασκαν τα εντόσθια πλημμυρισμένα στο αίμα.Εκείνα τα καημένα έκρωζαν πονεμένα στην αρχή δυνατά και γοερά και μετά από λίγη ώρα όλο και πιο ξέψυχα.
Καμιά λύπηση από τη μεριά μας στο θέαμα εκείνο.Ο ήλιος από πάνω θανατερός κι εκείνος,καυτερός και ανελέητος.
Η συνείδηση ο <<εν ημίν Θεός>> που μαθαίναμε αργότερα στο Γυμνάσιο είχε συμβιβαστεί με τέτοιες ακρότητες μέσα στο χαλαρό ούτως η άλλως πλαίσιο της ηθικής της εποχής μας,όπου πρυτάνευε γενικώς η αρχή <<το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό>> η αλλιώς οπως ο νόμος της ζούγκλας ορίζει.

Μας κατείχε ένα είδος άγριας χαράς αλλά και ενδόψυχα και μια ταραχή,αόριστη και ανεξήγητη,που μας έβαζε να τελειώνουμε κατά το δυνατόν γρηγορότερα.Από φόβο για κάτι η από τον λανθάνοντα μέσα μας αποτροπιασμό για την πράξη μας εκείνη;Δεν μπόρεσα αυτό να το ξακαθαρίσω ακόμα και σήμερα που σας μιλάω.

Γιατί το έργο εκείνο ήταν ιδιαιτέρως ειδεχθές,άσχετα με το πολιτιστικό επίπεδο της εποχής που μιλάμε.Επρόκειτο για σωστή γενοκτονία που κανένα ελαφρυντικό δεν μπορούσε να το δικαιολογήσει.Σκεφτείτε αν αυτό γινόταν σήμερα.Εγώ ωστόσο θα επιμείνω ότι οι δράστες ήμασταν παιδιά και,φυσικά,ότι τα κρατούντα τότε ήθη ήταν έτσι διαμορφωμένα,ώστε παρόμοιες πράξεις αποτελούσαν ψιλά γράμματα.

Η συνέχεια είναι πιο αποτροπιαστική.
Μαζέψαμε τα ατυχα εκείνα πλάσματα σωρό,μια ντάνα που κόντευε στο ύψος μας,τόσα πολλά που ήταν.Ενας από μας περιέλουσε τον κινούμενο ακόμα σωρό με πετρέλαιο.
Υστερα ο αρχηγός σαν σε δαιμονιστική τελετή με αναμμένο τον πυρσό στα δυο του χέρια περιφερόταν γύρω από το σωρό βάζοντας φωτιά περιμετρικά σε διάφορα σημεία.
Σε δευτερόλεπτα η φωτιά λαμπάδιασε και μαζί με τους κατάμαυρους καπνούς αντάριασαν τον αιθέρα.Οι φλόγες στο μεταξύ κατέτρωγαν τις σάρκες των αμοιρων πουλιών που πλέον είχαν σωπάσει τις οιμωγές,ενώ μια κνίσα θανατερή από την μπόχα της καιόμενης σάρκας πλανιόταν σε όλο το χώρο και μας έπνιγε την ανάσα μας.

Τότε συνέβηκε το εξής απροσδόκητο και ανεπανάληπτο,που δε θα το ξεχάσω όσο ζω.
Την ώρα που εμείς καταγινόμασταν με το έργο και ταυτόχρονα ήμασταν προσηλωμένοι στο θέαμα,σε μια στιγμή ο ουρανός,μια στενή λωρίδα από πάνω μας που διαγραφόταν από τις δυο ψηλές αντικρινές η μία στην άλλη ράχες της χαράδρας σκεπάστηκε μονομιάς.Τόσο που το σύννεφο από τους μαύρους καπνούς χανόταν μέσα στο μεγαλύτερο σύννεφο που σαν κατάμαυρο πέπλο ήρθε ξαφνικά και τα επικάλυψε όλα.Νιώσαμε όλοι τότε πως άλλαξε το τοπίο που ξέραμε και πως είχαμε μεταφερθεί σε άλλο τόπο.

Πριν καλά-καλά ολοκληρώσουμε αυτή τη σκέψη ακούσαμε ένα τεράστιο θόρυβο σαν μπουμπουνητό εξ ουρανού,έτσι το φανταστήκαμε,συντεθειμένο από κρωγμούς και φτερουγισμούς.
Καταλάβαμε πριν δούμε το καινούργιο θέαμα.Ηταν οι κουρούνες που άγνωστο πως είχαν ειδοποιηθεί για το κακό που συντελούνταν στις φωλιές τους.Ηταν το ένστικτο,ήταν οι μαύροι καπνοί,ήταν η κνίσα από τις καιόμενες σάρκες των παιδιών τους.Δεν ξέρω να πω.

Η κατάσταση τώρα άλλαξε στην κορυφή που ήμασταν.Μας κυρίεψε φόβος από την απροσδόκητη αυτή εξέλιξη.Εβλεπες τις κουρούνες ψαλιδωτές σκιές να φτερουγίζουν ξετρελαμένες λίγα μέτρα από πάνω μας,να κρώζουν θρηνητικά και να κάνουν εφορμήσεις μέσα στους καπνούς και στις φλόγες, σαν μικρα πυροσβεστικά αεροπλάνα που βουτούν στην κόλαση της πυρκαγιάς.

Τρομάξαμε και από θύτες κινδυνεύαμε να γίνουμε θύματα.Δεν τοχαν σε τίποτε,φανταζόμασταν,να ορμήξουν όλες μαζί οι κουρούνες και να ξεσκίσουν τα προσωπά μας.

Πήραμε τον κατήφορο κουτρουβάλα και μόνο σαν φτάσαμε κάτω στο δρόμο που διασχίζει τις Γούβες εκεί σταθήκαμε να πάρουμε δυο ανάσες.
Γύρισα θυμάμαι το βλέμμα μου πάνω στις σπηλιές.Η ίδια εικόνα.Κοπάδια οι κουρούνες να πετούν σε χαμηλές πτήσεις πάνω από τις φλόγες και τους καπνούς που όμως όλο και λιγόστευαν.Ετσι κατάμαυρες που ήταν οι κουρούνες έμοιαζαν με  μαυροντυμένο χορό από γυναίκες σε παράσταση αρχαίας τραγωδίας,με ξέπλεκα τα μακριά μαλλιά τους και ολολυγμούς και αργές κινήσεις του σώματός των να θρηνούν πάνω από το άψυχο κορμί προσφιλούς των προσώπου.

Τα λέω αυτά τώρα εγώ,γιατί τότε βίωνα με διαφορετικό τρόπο το γεγονός.Το πάθος για εκδίκηση που λέγαμε.
Ηταν μια ξεχωριστή μέρα,θα παρατηρήσει κάποιος σε σχέση θυμίζω,με τον τίτλο της ιστοριούλας μας.

Όχι απαντώ εγώ,ήταν μια συνηθισμένη μέρα για μας τα παιδιά τότε,έτσι που είχαμε συνηθίσει στα απρόοπτα.Ωστε το ασυνήθιστο να καταντάει συνηθισμένο.

Κάθε μέρα στη ζωή μας τότε ήταν και μια περιπέτεια.

Και που να δεις κάτι άλλες μέρες!
Σεπτέμβριος 2016

Μιλτιάδης Δ.Κωστάκος 

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

2014 : 150.000 ευρώ
2015: 120.000 ευρώ
Μείωση.......
ΦΕΤΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΟΜΟΡΦΕΣ ΤΕΝΤΕΣ ΝΑ ΔΟΥΜΕ;

Ανώνυμος είπε...

Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΕΙΩΣΗ ΠΩΣ ΕΞΗΓΕΙΤΑΙ;
ΟΙ ΠΑΡΑΓΚΕΣ ΔΕΝ ΛΙΓΟΣΤΕΨΑΝ.
ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΕΑΝ..........

Ανώνυμος είπε...

ΜΟΥΧΟΥΣΤΙ ΚΑΙ ΞΕΡΟ ΨΩΜΙ.
ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΛΑ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΑΡΗ πούλεγε και ο Σπύρος Καλογήρου.
Πολλά αλλά συνεχώς μειούμενα.........?