ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

29.Κάποτε στην Παλιά Φιλιππιάδα.

«Τα ξεφλουδίσματα».
Ερώτηση. Τα ξέρετε τα «ξεφλουδίσματα»; Τι είναι ή μάλλον τι ήταν τα «ξεφλουδίσματα»; Τα εισαγωγικά δείχνουν ότι η λέξη έχει μια πιο ειδική σημασία πέρα από τον γενικότερο ορισμό της.
Δε θα σας τυραννήσω και πολύ με την απάντηση. Άλλος είναι ο λόγος που ρωτάω και όχι για να σας βάλω γρίφους. Απλά θέλω να στρέψω σε ανύποπτο χρόνο την προσοχή σας σε ένα θέμα που, αν μη τι άλλο, αξίζει να διαβάσετε. Υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι σας διακρίνει η ευαισθησία εκείνη που γεννάει στον άνθρωπο τη νοσταλγία για τα συμβάντα του παλιού καιρού. Που, μεταξύ μας, όλους μας χαρακτηρίζει αυτή η ευαισθησία. Δεν υπάρχει δηλαδή άνθρωπος που να   μην του αρέσουν οι παλιές ιστορίες. Ακόμα και οι ψεύτικες, οι φανταστικές, οι «φκιαχτές». Αφού όλες οι ιστορίες στην παγκόσμια, λέω τώρα εγώ, μυθοπλασία δεν είναι άλλο από γοητευτικά παραμύθια.
Οι άνθρωποι στα μέσα μας παραμένουμε παιδιά. Όσο κι αν μεγαλώνουμε στην ηλικία και πληθαίνει η γνώση μας. Ίσα-ίσα που όσο περισσότερο γνωρίζουμε τον κόσμο γύρω μας, τόσο και πιο πολύ αυτός μας φοβίζει και κάποιες φορές μας τρομάζει.
Τότε είναι που θέλουμε να αποδράσουμε από την πραγματικότητα αναζητώντας  μιαν άλλη εικόνα του κόσμου. Ως το σημείο μάλιστα  που μας αρέσουν και οι όποιες φαντασιώσεις, ως ένδειξη μιας υπολανθάνουσας διαστροφής, που λίγο-πολύ χαρακτηρίζει τον καθένα μας.
Άλλωστε πάνω σ’ αυτό μας το αδύνατο σημείο επένδυσαν οι εξπέρ της τέχνης του θεάματος με τις κερδοφόρες κινηματογραφικές τους παραγωγές.
Ώρα, λοιπόν, για παραμύθι και ο καιρός έξω, καθώς είναι χειμωνιάτικος, ταιριάζει ασορτί με την περίσταση. Όπως παλιά που ήμασταν παιδιά κι ακούγαμε παραμύθια από το στόμα της γιαγιάς. Η διαφορά μας εδώ είναι πως το δικό μου παραμύθι δε μιλάει για ρηγόπουλα και βασιλοπούλες, για μάγισσες και για δράκοντες. Ούτε η υπόθεση του αναφέρεται σε χρόνια παλιά, χαμένα στην ομίχλη του παρελθόντος. Μόλις χτες έγιναν, θα έλεγα, αυτά που παρακάτω εξιστορώ, και ήρωες ήταν -απευθύνομαι τώρα στου νεότερους- οι πατεράδες και οι παππούδες σας. Ρωτήστε τους, αν θέλετε, για του λόγου το αληθές.
Το καλαμπόκι, τώρα, το ξέρει όλος ο κόσμος σε όλες του τις εκδοχές. Ως φυτό στον κάμπο με τις καλαμποκιές καταπράσινες χλωρές, στη σειρά φυτεμένες, η μία μετά την άλλη σε μάκρος που αρχίζει από την κορυφή του χωραφιού ως κάτω. Μια έκταση ολόκληρη που θυμίζει ρωμαϊκές λεγεώνες με το πλήθος των λογχοφόρων έτοιμες για μάχη. Ύστερα τα φύλλα κιτρινίζουν και οι ρόκες, οι καρποί σταχυάζουν πάνω-πάνω, βγάζουν μουστάκια, όπως λέγαμε παλιά. Τότε που τα «μουστάκια» αυτά τα χρησιμοποιούσαμε για καπνό, όταν ήμασταν παιδιά, και στρίβαμε κανένα τσιγάρο λαθραίο αυτής της μορφής κρυφά, λόγω που το κάπνισμα ήταν αυστηρώς απαγορευμένο από σχολείο και γονείς, κι εμείς το καπνίζαμε στη ζούλα, καθώς είπαμε, ξεχάστε αυτή τη λεπτομέρεια, έτσι παρεπιπτόντως την είπαμε.
Μετά την ωρίμανση και αφού πέρναγε ένα αρκετό χρονικό διάστημα, όσο να ξεραθούν οι ρόκες στον κάμπο πάνω στο φυτό, να στεγνώσουν δηλαδή, έφτανε ο καιρός που έπρεπε να κοπούν οι ρόκες και ο νοικοκύρης του χωραφιού να μαζέψει τη σοδειά του. Εκεί κατά το φθινόπωρο, τέλη Σεπτέμβρη.
Από τώρα αρχίζει το κύριο μέρος της ιστορίας μας, το κυρίως θέμα.
Όπως κάθε χρόνο, η μάνα μου φώναζε τον μπάρμπα Γιώργο, ένα καλοκάγαθο άνθρωπο, και του παρήγγελνε να ετοιμάσει τα ζώα για να κουβαλήσει με αυτά τη ρόκα στο σπίτι μας την ορισμένη μέρα. Είχε μια φοράδα δική του άσπρη, θυμάμαι, τότε ο μπάρμπα-Γιώργος. Δανείζονταν και 3-4 άλογα από άλλους, με τους οποίους συνεργάζονταν δίνοντας ο ένας στον άλλο τα άλογά τους- έτσι γινόταν εκείνο τον καιρό- και έτοιμα τα μεταφορικά μέσα για το αγώι.
Φώναζε η μάνα πάλι κάποιες γειτόνισσες και συγγενείς να βοηθήσουν στο μάζεμα της ρόκας, στο πλαίσιο μιας συμφωνίας να τις βοηθούσε και αυτή στην αντίστοιχη ανάγκη τους. Η συνεργασία με τη μέθοδο της αλληλοϋποστήριξης της κοινωνικής αλληλεγγύης για την αντιμετώπιση κοινών αναγκών. Μην ξεχνάμε είμαστε στο χωριό και τα κοινά προβλήματα δένουν τους ανθρώπους ώστε ο ένας βοηθάει τον άλλο για να βοηθηθεί και ο ίδιος.
Την ορισμένη μέρα οι εργάτριες-συνήθως ήταν γυναίκες- μάζευαν τις ρόκες, τον καρπό, αποσπώντας τες μια-μια από τις καλαμποκιές και γέμιζαν δίπλα τους κάτι μεγάλες καλάθες, κοφίνια τις λέγαμε που είχαν η καθεμιά τους από δυο χερούλια, χειρολαβές για τη μεταφορά τους. Γέμιζαν τα κοφίνια και τα φόρτωναν στα άλογα και συνέχιζαν το μάζεμα. Έδενε ο μπάρμπα-Γιώργος τότε τα άλογα με μια τριχιά το ένα πίσω στο άλλο κι έκανε έτσι ένα μικρό κομβόι με κατεύθυνση μέσα από τον κάμπο για το σπίτι. Εκεί ξεφόρτωνε τα τσουβάλια και τα άδειαζε σ’ ένα από τα δυο δωμάτια. Έπαιρνε πάλι τα άλογα δεμένα στην αράδα και γύριζε στο χωράφι, όπου εν τω μεταξύ τον περίμεναν τα γεμάτα κοφίνια για να τα ξαναφορτώσει και ν’ αρχίσει η καινούργια στράτα, όπως λέγονταν τα δρομολόγια εκείνα με τα άλογα.
Στο μεταξύ η μάνα είχε ετοιμάσει από πολύ νωρίς το πρωί, δυο-τρεις ώρες πριν χαράξει, το φαγητό για τους εργάτες το μεσημέρι. Συνήθως φασουλάδα που και χορταστική είναι αλλά φτουράει για την περίπτωση. Έβαζε μάλιστα όλα τα δυνατά της να γίνει η φασουλάδα πιο νόστιμη. Έριχνε γι’ αυτό στην κατσαρόλα μπόλικο λάδι και την έβραζε πολύ ώστε να γίνει χυλός. Πράγμα για το οποίο κάθε φορά εγώ της παραπονιόμουν. «Γιατί, ρε μάνα, στη φασουλάδα για τους εργάτες ρίχνεις τόσο λάδι και γίνεται τόσο νόστιμη, και όταν μαγειρεύεις για μας, ρίχνεις το λάδι, με το σταγονόμετρο». Καταλάβαινα βέβαια το λόγο αλλά εγώ εκεί, επέμενα.
Κάποτε τελείωνε το μάζεμα. Πόσες στράτες, πόσες μέρες μια ή δυο δε θυμάμαι. Πάνε τόσα χρόνια από τότε και τέτοιες λεπτομέρειες, όσο να κάνεις, ξεθωριάζουν απ’ το μυαλό .
Ήταν, λοιπόν μέσα στο σπίτι οι ρόκες ένας μεγάλος σωρός, τόσο που έπιανε όλο σχεδόν το δωμάτιο, όπου κοιμόμασταν εμείς τα παιδιά, τέσσερα τον αριθμό, όλα αγόρια, σε δυο ξύλινα χοντροκαμωμένα κρεβάτια στριμωγμένα στις δυο πλευρές, το ένα αντίκρυ στο άλλο στις γωνίες.
Το δεύτερο μετά το μάζωμα, η επόμενη δηλαδή δουλειά που έπρεπε να γίνει ήταν το ξεφλούδισμα. Καινούργια διαδικασία. Ξανά, φώναζε η μάνα τις γειτόνισσες. Βοηθάγαμε κι εμείς τα παιδιά με τον πατέρα. Σύνολο 7-8 νομάτοι. Χρειάζονταν πολλά χέρια για να ξαντεργάνουμε, να τελειώσουμε τη δουλειά. Η οποία γινόταν μόνο τη νύχτα με το λυχνάρι ή τη λάμπα. Τη μέρα γίνονταν οι κύριες δουλειές για να μη χασομεράνε, καθώς το ξεφλούδισμα έρχονταν σε δεύτερη μοίρα και προτίμαγε ο κόσμος να την κάνει νύχτα σε νύχτα μέχρι κοντά στο ξημέρωμα, πριν φέξει. Τα «ξεφλουδίσματα» που βάλαμε ως τίτλο στην αρχή και η ειδική σημασία των εισαγωγικών στη λέξη ένα ολόκληρο νυχτερινό σκηνικό, που ως κομμάτι ξεχωριστό στην καθημερινή διαδικασία παρουσίαζε το ενδιαφέρον που λέγαμε στην αρχή για τον αναγνώστη.
Γιατί εκείνο το μάζωμα των ανθρώπων δεν ήταν μια σκέτη δουλειά, να ξεφλουδιστούν οι ρόκες δηλαδή αλλά προσλάβαινε στην πορεία τα χαρακτηριστικά μιας εθιμοτυπικής ανθρώπινης εκδήλωσης, διανθισμένης με μια σειρά συμπεριφορών που δικαιολογούν τον εθιμικό της χαρακτήρα.
Όσο διαρκούσαν τα ξεφλουδίσματα-βγάζουμε τώρα τα εισαγωγικά-δε δούλευαν μόνο τα χέρια ασταμάτητα, παρά συμμετείχε καθολικά ο άνθρωπος με το μυαλό, με τα μάτια και με το στόμα. Από κάποιο σημείο και ύστερα από τη μονοτονία της δουλειάς, άδραγμα της ρόκας με τον καρπό, ξεφλούδισμα, συνέχεια αυτό το πράγμα, άνοιγαν τα στόματα και άρχιζαν οι κουβέντες και μετά τις κουβέντες τα πειράγματα. Ώσπου τα πειράγματα αποκτούσαν όλο και περισσότερο τολμηρό χαρακτήρα, σόκιν όπως λέμε σήμερα, συγκαλυμμένο βέβαια, αλλά οπωσδήποτε όμως έξω από τη συμβατικότητα των προσωπικών σχέσεων στο φως της ημέρας.
Έρχονταν ύστερα και τα πιώματα, λίγο τσίπουρο για την περίσταση οι μεζέδες, το φαγητό, πίτες ως επί το πλείστον.
Τέλος άρχιζαν τα τραγούδια. Τραγούδια παλαιικά που τραγουδούσαν καταστάσεις και σκηνές από την καθημερινή ζωή, ερωτικά το περισσότερο με τη συμβολικότητα και τους πιπεράτους υπαινιγμούς, που μόνο ο λαός μπορεί να τα εμπνευστεί και να τα εκφράσει με τρόπο όχι χυδαίο, αλλά με πηγαία και άδολη ευγένεια ήθους.
Σε όλο αυτό το διάστημα τα χέρια δούλευαν ασταμάτητα, εξαρτήματα μιας μηχανής για την παραγωγή ενός ορισμένου έργου ανεξάρτητα από το τι γίνεται γύρω. Πλην από ορισμένα διαλείμματα διακοπής για δυο ανάσες. Έτσι η βραδιά μεταβάλλονταν σε λειτουργία με το δικό της τελετουργικό. Όπως περίπου συμβαίνει και με τις άλλες τελετουργίες και ιερουργίες, αφού και τα «ξεφλουδίσματα» στο βάθος τους εξυπηρετούσαν έναν καθόλα ιερό σκοπό, τη διατροφή των ανθρώπων, καθαγιασμένο άλλωστε από τον ιδρυτή της θρησκείας μας με τη «βρώση και την πόση», θυμίζω προσφυώς.
Καταλάβατε τώρα.
Αλλά η περιπέτεια του καλαμποκιού περνάει ,ως γνωστόν, και από άλλες φάσεις παραπέρα.
Λέω «ως γνωστόν», και αυτό αφορά εμάς τους παλιούς που ξέρουμε, τους μυημένους στο μυστήριο από την ίδια τη ζωή και τις εμπειρίες που μας επιφύλαξε.
Θα έχει ορισμένως και συνέχεια η ιστορία με το καλαμπόκι όσο που να την εξαντλήσουμε με το άλεσμα στο μύλο και το ζύμωμα της μάνας στο σπίτι.
Κι εδώ κλείνω όπως στην αρχή, ως αφόρμηση, με το ερώτημα: «Ξέρεις τίποτε, έχεις ακουστά για την περίφημη μπομπότα;». Είπαμε, για τους νεότερους. Άλλα και για τους παλαιότερους. Κάνει καλό μια παρόμοια αναπόληση.
  Μιλτιάδης Δ.Κωστάκος                                                                            Δεκέμβριος 2016                                       

      

Δεν υπάρχουν σχόλια: