ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

33.Κάποτε στην Παλιά Φιλιππιάδα

του Μιλτιάδη Δ.Κωστάκου
 Για μια χρυσή λίρα
Ποιο ευρώ και ποιο δολάριο μου λέτε τώρα. Ένα είναι το απόλυτο νόμισμα , η λίρα .Η χρυσή λίρα .Μυθικό νόμισμα , που μπροστά στο κιτρινωπό της χρώμα ……..ωχριούν όλα τα υπόλοιπα νομίσματα , χάρτινα και μεταλλικά .

Παλιού καιρού η πιο σταθερή αξία εις χρήμα ήταν (και είναι) η εγγλέζικη λίρα .Έγραφε ο πατέρας στο χαρτί , το προικοσύμφωνο , την προίκα για τη θυγατέρα που πάντρευε και αράδιαζε ένα- ένα τα πράγματα που έδινε .Τόσα στρέμματα σε χωράφια , τόσα γελάδια και πρόβατα ,ακόμα και τα ρούχα και τις οικοσυσκευές .
Στο τέλος καταγράφονταν η μεγάλη δωρεά « ……και διακόσιες χρυσές λίρες ».Εκεί έδενε το γλυκό και ο γαμπρός θαμπωμένος από τη λάμψη του χρυσού έβαζε με τα δύο του χέρια την υπογραφή του.

Τι τα θέλουμε ,η λίρα η χρυσή είναι παντοτινή , όπως είναι παντοτινός και ο χρυσός από τον οποίο φτιάχνεται .Δε πα’ να’ χεις τσουβάλια τα χαρτονομίσματα .Ιδέες χρημάτων και αριθμοί είναι αυτά .Έρχεται η στιγμή που δεν αξίζουν τίποτε και γίνεσαι φτωχός από τη μία μέρα στην άλλη .Το παν είναι η χρυσή λίρα .Και ο χρυσός , που ανάλογα με την ποσότητα , με το βάρος του , η κάθε χώρα κόβει χαρτονομίσματα .

Προς τι ,θα πείτε , ο ύμνος για τη λίρα. Έλαχε ,απαντώ τώρα εγώ , στην ιστοριούλα μας εδώ ,μια χρυσή λίρα να είναι το θεματικό της κέντρο , το επίκεντρο στην υπόθεση .Ακούστε πως.

Το περιστατικό συνέβηκε τον καιρό που ήμουν μαθητής του Δημοτικού εκεί στα 1955 με’ 56.

Κυριακή ήταν και στην Εκκλησία γινόταν μια βάφτιση μετά το πέρας της Λειτουργίας .Παρόντες όλοι ,οι γονείς με το μωρό ,ο νουνός με τη νουνά τη γυναίκα του ,καθώς και οι στενοί συγγενείς εκατέρωθεν .Παρόντες ήμασταν κι εμείς τα παιδιά ,μια μαρίδα ολόκληρη .Φυσικά απροσκάλεστοι .Είχαμε το ελεύθερο σε τέτοιες περιπτώσεις .Βάφτιση χωρίς την παρουσία παιδιών δε γινόταν . Όπως δε γίνεται θέατρο χωρίς θεατές .

To μυστήριο έβαινε προς τη λήξη του και κόντευε η ώρα η δική μας .Ήδη στριμωχνόμασταν ,τα παιδιά  , να πάρουμε θέση για τα συχαρίκια .Ο νουνός είχε στο μεταξύ πάρει κι αυτός τη δική του θέση  στην πόρτα ,στην έξοδο με τα λεφτά ,τα κέρματα στο χέρι .Ένας – ένας περνάγαμε εμείς ,εφόσον καταφέρναμε να ξεγαντζωθούμε από το συνωστισμό ,λέγαμε «να σας ζήσει το όνομα» κι αυτός μας έδινε από μια δραχμούλα ή ένα πενηνταράκι .Ο πρώτος που έφτανε στο νουνό , έπαιρνε τάλιρο ή δεκάρικο .

Τελείωσε κι αυτό .Ακολουθούσε η επόμενη φάση εκτός εκκλησίας .Συνήθεια ήταν (και είναι σήμερα) ο νουνός να παραθέτει ένα μικρό γεύμα γιορταστικό στο σπίτι ή στο καφενείο , καφεπαντοπωλείο εδώ. Ο καιρός έξω ήταν πολύ καλός ,αν και προχωρημένο Φθινόπωρο .Έκανε ήλιο και ζέστη .Γι’ αυτό προτιμήθηκε το τραπέζι να γίνει έξω υπαίθρια .

Στην πλατεία ,λοιπόν ,του ενός από τα δύο καφεπαντοπωλεία στήθηκε μια περαντζάδα  από καρέκλες και τραπέζια .Φαγητά ,πιοτά ,όλα εντάξει .Σε λιγάκι άναψε το κέφι ,λύθηκαν οι γλώσσες και το κουβεντολόι εύθυμο πήγαινε σύννεφο πέρα –πέρα .Τσουγκρίσματα ,ευχές μεγαλόφωνες ,όλα δημιουργούσαν μια ευχάριστη γιορταστική ατμόσφαιρα .Εμείς τα παιδιά παρακολουθούσαμε από ανάμερα και κάναμε χάζι .

Όπου σε κάποια στιγμή σταμάτησαν οι φωνές και είδαμε τους συνδαιτυμόνες όλους να γυροφέρνουν και να ψάχνουν κάτω από τα τραπέζια και τις καρέκλες .Σίγουρα κάτι πολύτιμο είχε χαθεί. Αλλά τι ;Πλησιάσαμε να δούμε .Από κάτι μισόλογα ακούσαμε ότι ο νουνός πάνω που σταύρωνε και χρύσωνε το νεοβάφτιστο αναδεξιμιό του ,φαίνεται ότι του έπεσε μια λίρα ή αλλιώς πώς έγινε το πράγμα .Πάντως η λίρα είχε χαθεί .Αυτό ήταν σίγουρο , αν έκρινε κανείς από την επιμονή όλων στο ψάξιμο .Με δύο λόγια το γλέντι χάλασε και  όλοι στριφογύριζαν να βρουν τη λίρα. Πράγμα όμως πολύ δύσκολο ,γιατί κάτω το έδαφος ήταν σκεπασμένο από ένα παχύ στρώμα από τα πλατανόφυλλα που στο μεταξύ λόγω της εποχής – προχωρημένο ,είπαμε ,Φθινόπωρο – έπεφταν συνέχεια κάτω .Κίτρινη η λίρα ,ξερά  και κίτρινα τα πλατανόφυλλα ,ήταν σα να έψαχνες να βρείς ψύλλο μες στα άχυρα .Βάλτε και το γεγονός που ένα σωρό άτομα έψαχναν στριφογυρίζοντας και σκουντουφλώντας  μεταξύ τους .Καταλαβαίνετε πως ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθεί η λίρα ,ένα τόσο δα νόμισμα κίτρινο μέσα σε μια κίτρινη θάλασσα από τα ξερά πλατανόφυλλα . Αποτέλεσμα μηδέν .

Το πράγμα κράτησε κάμποση ώρα και θα κρατούσε ακόμα –λίρα ήταν αυτή αν ο ίδιος ο νουνός ,που έχασε τη λίρα δεν έδινε τέλος στις έρευνες , λέγοντας – ακούστε τώρα επί λέξη

«Δε βαριέσαι , μια λίρα είναι ,δε χάλασε ο κόσμος».
Το άκουσα και δεν το πίστευα .Άκου ,μια λίρα είναι ,δε χάλασε ο κόσμος !

Ρε συ ,ξέρεις τι είναι ή μάλλον τι ήταν μια λίρα την εποχή που μιλάμε .Τριακόσιες τόσες δραχμές άξιζε μια λίρα .Είκοσι μεροκάματα μαζεμένα έκανε μια λίρα .Ο πατέρας μου ,να καταλάβετε , δούλευε τσαγκαροσούφλι  όλη μέρα κάτω από την αστρέχα στην αγορά και ζήτημα να κονόμαγε τρείς – τέσσερις δραχμές να πάρει μια οκά το ψωμί για το σπίτι να χορτάσει έξι στόματα .Ήταν μέρες που το σακούλι ,ο ντροβάς ,γύριζε άδειος στον ώμο από την αγορά .

Σίγουρα ο νουνός δε θα ήταν στα καλά του .Ή μάλλον πιο σίγουρα ,τον φύσαγε τον παρά ο άνθρωπος .Άλλη εξήγηση δεν είχε το πράγμα .Έμπορας ήταν άλλωστε στην αγορά και είχε τον τρόπο του .Αλλά  η λίρα ήταν μια ολόκληρη λίρα ,πώς να το κάνουμε .

Καθόμασταν με το φίλο μου και δεν ξέραμε τι να κάναμε .Παραδόξως είχαν φύγει όλοι οι άλλοι και είχαμε μείνει οι δυο μας .Τότε μας ήρθε στο μυαλό μας μια ιδέα .Και δεν ψάχνουμε εμείς τώρα να βρούμε τη λίρα ,τι θα χάναμε ;

Από αδειά ,χρόνο ελεύθερο δηλαδή άλλο τίποτε .Σάμπως είχαμε και τίποτε το καλύτερο να κάναμε !Η λίρα ήταν εκεί λίγα μέτρα μπροστά μας ή τέλος πάντων δίπλα μας ,πιο πέρα .Μόνο που έπρεπε να βιαστούμε λίγο , μην ερχόταν ο μπακάλης να σκουπίσει .Ή ,γιατί όχι , κανένας άλλος έξυπνος και ψάξει εκείνος ,εφόσον ήξερε ή μάθαινε για τη λίρα .Οπότε αντίο λίρα

.Αμ’ έπος αμ’ έργο . Βάλαμε ένα σχέδιο .Πρώτα χαράξαμε στο χώμα κάτω με τα πόδια ένα τετράγωνο ,ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο για την ακρίβεια ,που να καλύπτει με την περίμετρο του το μέρος ,όπου το πιο πιθανό να είχε πέσει ,κατά τους υπολογισμούς μας ,η λίρα .

Παράμερα ήταν κάτι σανίδες .Πήραμε ο καθένας από μία και με αυτές στα χέρια μας στρωθήκαμε στη δουλειά .Γονατίσαμε αντικριστά στις δύο πιο στενές πλευρές στα άκρα του περιγράμματος και με τη σανίδα , από τη μία μεριά εγώ από την άλλη κι από την άλλη αυτός , μαζεύαμε τραβώντας το χώμα μισό μέτρο μπροστά , μαζί με τα φύλλα , τις πέτρες και τα μικρά ξερόκλαδα .Ψάχναμε το υλικό αυτό και κατά κάποιο τρόπο το λιχνίζαμε στις χούφτες ανάμεσα στα δάχτυλα μας και μη βρίσκοντας τίποτε σπρώχναμε τα μικρά εκείνα μπάζα πίσω μας και συνεχίζαμε την πρόσθια , να την πούμε έτσι , κίνηση .Λίγο – λίγο ζυγώναμε ο ένας τον άλλο κι όσο ζυγώναμε τόσο στέριωνε μέσα μας η πεποίθηση πως , πού θα πήγαινε , θα τη βρίσκαμε τη ρημάδα  τη λίρα ,αργά ή γρήγορα .Το αργότερο όσο να ανταμώναμε , πάει να ’πει ότι θα είχαμε εξαντλήσει όλη τη μεταξύ μας απόσταση και άρα η λίρα θα ήταν στα χέρια μας

.Όπερ και εγένετο .

Δεν είχαμε καλύψει ούτε από τρία μέτρα μπροστά μας ο καθένας και ένιωσα τη λίρα στα χέρια μου .Ήταν εκεί στη χούφτα μου .Την κατάλαβα πασπατεντά με τα δάχτυλα .

Την καθάρισα από τα χώματα και την παρατηρούσα κρατώντας την ανάμεσα στον αντίχειρα μου και το δείχτη , μη μπορώντας να συγκρατήσω μια φωνή θριάμβου «τη βρήκα». Περίπου σαν τον αρχαίο Αρχιμήδη με το περίφημο «εύρηκα» . Άκουσε ο φίλος μου και ζύγωσε κοντά μου .Πήρε τη λίρα στα χέρια του και βάλθηκε κι αυτός με τη σειρά του να την περιεργάζεται .
Ώστε αυτή είναι η λίρα , είπα από μέσα μου .Να πω την αλήθεια δε μου έκανε και τόσο εντύπωση η θέα της .Ένα μικρό κιτρινωπό νόμισμα ήταν ,λιγάκι βαρύ για το μέγεθος του ,καθόλου φανταχτερό και ολόχρυσο αστραφτερό ,όπως φανταζόμουν εγώ την λίρα .

Περιττό να σας πω ότι ήταν η πρώτη φορά (δεν είχε ξανασυμβεί αυτό , όσο θυμάμαι) που έβλεπα λίρα και  την έπιανα στα χέρια μου .
Βέβαια .Ήταν η λίρα για την οποία είχα ακούσει και είχα διαβάσει στα παραμύθια και σε μυθιστορήματα .Για τον αμύθητο πλούτο που οι λίρες αντιπροσώπευαν .Που οι βασιλιάδες και οι μαχαραγιάδες τις σκορπούσαν στους υπηκόους τους , έτσι για να κάνουν το κέφι τους .

Ήταν , πάλι, οι λίρες που εξαιτίας τους είχαν γίνει τόσοι πόλεμοι. Που είχαν χυθεί ποταμοί αιμάτων .Που οι άνθρωποι για χάρη τους μεταβάλλονταν σε ανθρωπόμορφα θηρία .Γίνονταν δολοφόνοι και προδότες .Ως και αδελφοκτόνοι ,πατροκτόνοι και μητροκτόνοι ακόμα .Όλος ο κόσμος των μύθων και των παραμυθιών πέρασε από μπροστά μου μέσα σε λίγες μόνο στιγμές .

Τι νομίζεις πως ήμουν .Ένα παιδί ήμουν ,πώς να σκεφτόμουν αλλιώς .Στο παιδί ο μισός κόσμος του είναι πραγματικός και ο άλλος μισός είναι φανταστικός , όπως τον πλάθει η φαντασία του .Πόσα μπορούσα να κάνω με μια λίρα .Με μισή ακριβέστερα , γιατί η άλλη μισή ανήκε στο φίλο μου .Άρχισα τους λογαριασμούς .Μισή λίρα ήταν εκατόν πενήντα δραχμές και βάλε .                       
            Δηλαδή εκατόν πενήντα σοκολάτες .Άλλα τόσα παγωτά ,αν ήταν καλοκαίρι .Μπορούσα να κάνω κάποιες τροποιήσεις .Να μην τις χάλαγα όλες για τις σοκολάτες .

Κάτω στην αγορά είχε ανοίξει ένα ζαχαροπλαστείο ,το πρώτο στο είδος του για τη Φιλιππιάδα .Ήταν κάτι υπέροχα γλυκά ταψιού εκεί ,μπακλαβάδες , κανταίφια και άλλα διάφορα γλυκίσματα που δε τα ξέραμε .Πρώτη φορά τα βλέπαμε.Οι μανάδες στα σπίτια έφτιαχναν τα συνηθισμένα τότε γλυκά ,νεράντζι φλούδα ,νεραντζάκι ολόκληρο ,κυδώνι ,σταφύλι και κάποια άλλα .Που να τα θυμάμαι τώρα .Καλά γλυκά αλλά δε συγκρίνονται με εκείνα του ζαχαροπλαστείου .

Είχα ξεχαστεί .Από την ονειροπόληση με έβγαλε η φωνή του φίλου δίπλα. «Θα πάω να δώσω τη λίρα στον μπάρμπα μου»

Τι έκανε ,λέει! Θα επέστρεφε τη λίρα στον μπάρμπα του !Έπεσα από τα σύννεφα. Για στάσου ,ρε Χρήστο ,τι πας να κάνεις .Με ρώτησες εμένα ;Μαζί δε τη βρήκαμε τη λίρα ;Πώς το είχα ξεχάσει .Βέβαια ,ο φίλος μου τον είχε θείο το νουνό ,αδερφός του πατέρα του .Είχαν το ίδιο επώνυμο οι δύο τους ,ανιψιός και θείος .Πώς μου είχε διαφύγει αυτό !Γιατί αν το είχα λάβει υπόψη μου ,μπορεί να έπραττα αλλιώς . Τι να πω τα είχα χαμένα .

Στο μεταξύ , ο φίλος μου είχε κόψει κατά το δημόσιο δρόμο με τη λίρα στο χέρι .Το σπίτι του μπάρμπα του απείχε καμιά διακοσαριά μέτρα .Από κοντά εγώ .Που πας ,ρε Χρήστο ,σταμάτα λίγο να το κουβεντιάσουμε .Πουθενά αυτός ,ντογρού για το σπίτι του θείου του .Ο θείος του ότι ετοιμαζόταν να ξαπλώσει για το μεσημεριανό του ύπνο .Είχε μάλιστα φορεμένες τις πιτζάμες του

.Χάρηκε όσο να ,ναι που βρέθηκε η λίρα του .Μας επαίνεσε για την πράξη μας . «Μπράβο ,είστε καλά παιδιά» μας είπε και από το σακάκι δίπλα του στην καρέκλα έβγαλε και μας έδωσε , θυμάμαι ,από ένα δεκάρικο ,για τα βρετικά .

Τι να τα έκανα εγώ τα καλά λόγια και τι να σου κάνει ένα δεκάρικο ,όταν εκατόν πενήντα ολόκληρες δραχμές είχαν κάνει φτερά μέσα από τα χέρια σου .Α ,ρε Χρήστο ,τι μου έκανες .Μπάρμπας σου ήταν ,δε λέω ,και καλά έκανες από τη μια μεριά .Μπορεί το ίδιο να έκανα κι εγώ στη θέση σου .Όμως πάλι ,η λίρα για τον μπάρμπα σου ήταν χαμένη .Ούτε που στενοχωρήθηκε ιδιαίτερα που την έχασε .Ούτε και που χάρηκε πολύ που τη βρήκε .Πα ,να πει πως είχε κι άλλες λίρες αυτός .Ποιος ξέρει πόσες .Δηλαδή ,ρε Χρήστο ,επέστρεψες στον μπάρμπα σου τη λίρα ,που έτσι κι αλλιώς ήταν χαμένη ,γι’ αυτόν και τη στέρησες από εμάς τους δύο .Και δε σκέφτηκες , ρε Χρήστο ,πως κι εσύ ήσουν φτωχός όπως κι εγώ.

Αυτά έλεγα εγώ τότε κι αυτές οι σκέψεις δεν ξεκόλλησαν από μέσα μου εξήντα ολόκληρα χρόνια από τότε .Και μην περιμένετε να κακίσω εγώ τον εαυτό μου και να τον μαλώσω τόσο όψιμα

.Τις όποιες σας κατηγορίες να τις πείτε στο παιδί εκείνο της δεκαετίας του ’50 ,ετεροχρονισμένα ,γιατί πολύ αμάρτησε (με τη σκέψη).

Εγώ πάντως δεν έχω το κουράγιο να το κάνω .Όχι γιατί πρόκειται για τον ίδιο τον εαυτό μου .Αποστασιοποιούμαι από μια τέτοια σκέψη .Η ηθική ,βλέπετε ,στην περίπτωση που τώρα λέμε είναι σχετική και από καιρό σε καιρό αλλάζει .Ανάλογα με τις καταστάσεις και τις περιστάσεις .Σας παραπέμπω να διαβάσετε τους «Άθλιους» του Βίκτωρος Ουγκώ.

Το παρήγορo στην όλη υπόθεση ήταν το δεκάρικο που ο νουνός μας έδωσε στον καθένα μας για τα βρετικά .Κάτι ήταν και αυτό .Ή μάλλον ,για να πω την αλήθεια ήταν σημαντικό ποσό για ένα παιδί τότε .Λαμβάνοντας υπόψη της φτώχιας και της ανέχειας που εκείνο τον καιρό μας έδερνε όλους ,μικρούς και μεγάλους .      
Μιλτιάδης Δ.Κωστάκος
Μάρτης 2017   

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΕΡΩΤΗΣΗ;
ΤΑ ΔΗΜΑΡΧΕΙΑ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΟΙ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗΣ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ?
Δεν μιλάμε για τα ΚΑΠΗ.

Ανώνυμος είπε...

Ερωτηση: οι μπουλντόζες χωράνε ανάμεσα από τις καρέκλες νιάου?