ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

41.Κάποτε στην Παλιά Φιλιππιάδα.

Ο τρόπος των παλιών.Νυχτέρια.
-Κι αυτά που λες, Μήτρο...
του Μιλτιάδη Δ.Κωστάκου
Χειμωνιάτικο βράδυ,περασμένη ώρα έντεκα,και μέσα στο σπίτι μας,ένα φτωχοκάλυβο του παλιού καιρού,η κουβέντα συνεχιζόταν χαμηλόφωνα σε ένα αργό τέμπο,εναρμονισμένο με την κούραση των δύο συνομιλητών,αλλά και με τον αργόσυρτο ρυθμό που χαρακτήριζε γενικότερα την παλιά ζωή τότε.Ολα γίνονταν με τον αραμπά.Ποιος ο λόγος να βιαζόταν κανείς.Από χρόνο άλλο τίποτε.Μη χάσουν το μεροκάματο;Σιγά τις δουλειές…
Ερχόταν,που λέτε τα βράδια στο σπίτι μας ο μπάρμπα-Κώστας,οικογενειακός μας φίλος και κουβέντιαζε καλού καιρού με τον πατέρα μου τον Μήτρο όπως τον φώναζαν (παραλλαγή του ονόματος Δημήτριος,Δημήτρης,Μήτρος).Τους συνέδεε από χρόνια μεγάλη φιλία και όταν είχαν ελεύθερο χρόνο,αντάμωναν και συζητούσαν με τις ώρες.Αυτό συνέβαινε τις Κυριακές ως επί το πλείστον μετά την εκκλησία στο καφενείο του χωριού με τον πρωινό καφέ.Επειδή όμως οι Κυριακές αργούσαν να έρθουν,οι δύο φίλοι είχαν εγκαινιάσει ένα άλλου είδος αντάμωμα στο σπίτι μας τα βράδια ,ιδιαίτερα τα χειμωνιάτικα βράδια που κρατάνε περισσότερο από το μισό της ημέρας,από τις πεντέμισι με έξι το απόγευμα ως τις εφτά το πρωί. Τι κάνουμε σε όλο αυτό το διάστημα;Ως πόσο να κοιμηθεί κανείς;Μην κοιτάτε σήμερα που έχουμε ένα σωρό εναλλακτικές.Να πάμε στο καφενείο,να πιούμε και να διασκεδάσουμε.Να καθίσουμε στο σπίτι να δούμε τηλεόραση ως αργά τη νύχτα,τότε,που τέτοια πράγματα.Πρώτον, το καφενείο ήθελε όσο να κάνεις,κάποια λεφτά και ο καφετζής δε θα σε ξενύχταγε τζάμπα.Που να βρισκες όμως λεφτά τότε.Ούτε φως καλά- καλά ηλεκτρικό δεν υπήρχεΑυτό άργησε νάρθει,κα΄που εκεί στη δεκαετία του ΄60 άναψαν στα σπίτια οι πρώτες ηλεκτρικές λάμπες.Με το λυχνάρι και τη λάμπα με το λαμπόγιαλο έβγαζε ο κόσμος τις βραδιές τότε.Το μόνο παρήγορο ήταν το τζάκι με τη φωτιά.Εβαζε η μάνα δυο τρία χοντρά ξύλα,κούτσουρα αν ήταν ,καλύτερα,γύρω από την πυροστιά ν’ανάψουν σιγά-σιγά στη θρακιά,για να κρατήσουν τη φωτιά κάμποσες ώρες και να μην καούν γρήγορα,γιατί την πυρά,τη ζεστασιά την κρατάνε  τα κούτσουρα και όχι τα λιανόκλαδα.Εστρωνε η μάνα για το <<καλωσόρισες>> ένα πρόχειρο φτωχικό δείπνο σταυροπόδι για την περίσταση,λίγο ξερό καλαμποκίσιο ψωμί,λίγες ελιές,έκοβε κι ένα κρεμμύδι,να <<σταυρώσουν>> κατά το έθιμο και αυτό ήταν όλο.
Υστερα άρχιζε η κουβέντα.Εδώ πια ήταν όλη η ουσία.Μπορεί να έλειπαν τα κομφόρ και οι πολυτέλειες.Μπορεί το φαγητό να ήταν λιτό και φτωχικό.Στην κουβέντα ήταν η αποθέωση.Πραγματική απόλαυση για έναν ακροατή,όπως τύχαινε να ήμουν εγώ που δεν έχανα με τίποτε την ευκαιρία να κάθομαι ανάμερα να τους παρακολουθάω και να ακούω τις ατέλειωτες συζητήσεις τους.Κάθονταν,θεός σχωρέσ’τους,οι δυό τους από τη μια και την άλλη άκρη στο τζάκι προς τον τοίχο,τις κορφές,καθώς τις λέγαμε εμείς στο σπίτι μας τότε τις θέσεις αυτές, και κουβέντιαζαν του καλού καιρού με τις ώρες.Εγώ εκεί ν’ακούω και συνάμα να ους σπουδάζω.Κοτζάμ παιδί ήμουν από τα εφηβικά μου χρόνια ως πέρα την πρώτη μου νιότη και δεν αρκούμουν μόνο να τους ακούω,αλλά με τον καιρό μου έκαναν εντύπωση οι μορφές τους,πόσο άλλαζαν κατά τη διάρκεια της κουβέντας.Κυριολεκτικά μεταμορφώνονταν ,τόσο που μου έδιναν την εντύπωση πως μπροστά μου δεν είχα τα συγκεκριμένα πρόσωπα,τα γνωστά μου και συνηθισμένα στην καθημερινή μου ζωή,τον πατέρα μου δηλ.και τον μπάρμπα-Κώστα.Λες και κάποια καλή νεράιδα μάγισσα,βγαλμένη από τα παραμύθια,με το μαγικό της ραβδάκι ερχόταν εκεί δίπλα μας στη φωτιά στο τζάκι και έκανε τα μαγικά της.Πότε τους έδειχνε σοβαρούς και στοχαστικούς να συσκέπτονται και να σχολιάζουν τα τρέχοντα ζητήματα του χωριού,την επικαιρότητα πως λέμε σήμερα.Και πότε γίνονταν παιδιά με τα προσωπά τους να λάμπουν από μια εσωτερική χαρά και ευθυμία,όταν η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω από αστεία περιστατικά του κοινωνικού βίου,παθήματα και κωμικές καταστάσεις που βγάζουν γέλιο.
Οι αρχαίοι μας πρόγονοι τις θεατρικές τους παραστάσεις ξέρετε πως τις ονόμαζαν;Διδασκαλίες.Με ό,τι σημαίνει η λέξη στη στενότερη θεατρική της χρήση αλλά και στην ευρύτερη κοινωνική και ηθική διαπαιδαγώγηση των θεατών.Κάπως έτσι μπορούμε να εννοήσουμε την κουβέντα των δύο φίλων που είπαμε,του μπάρμπα Κώστα και του πατέρα μου.Ουτε λίγο ούτε πολύ οι δυό τους έδιναν σωστές παραστάσεις τα βράδια στο σπίτι μας,αναλαμβάνοντας αυτόκλητα και αυθόρμητα ο καθένας τους το δικό του ρόλο.Ο πατέρας μου,τσαγκάρης,επιδιορθωτής υποδημάτων,μπαλωματής στην αγορά,έβλεπε και μάζευε πάσης φύσεως πληροφορίες,υλικό για την,ας πούμε βραδινή ειδησεογραφία.Ιδια και ο μπάρμπα-Κώστας,μεσίτης ζώων το επαγγελμά του,εκτός από την αγορά είχε παραστάσεις άμεσες από τα γύρω χωριά που λόγω της δουλειάς του περιέτρεχε από σπίτι σε σπίτι κυριολεκτικά,πόρτα-πόρτα δηλκαι έτσι έπαιρνε πληροφορίες από πρώτο χέρι.Ολο αυτό το πληροφοριακό υλικό αποτελούσε κατά κάποιον τρόπο το ρεπερτόριο στην παράσταση της βραδιάς που επακολουθούσε με το κλείσιμο της ημέρας.Εννοείται ότι το σύνολο αυτό των πληροφοριών κατά την επί μέρους βραδινή παρουσίαση περνούσε από ένα σχετικό ρετουσάρισμα,επεξεργασία δηλ,εκτός από τον σχολιασμό που ακολουθούσε.Επρόκειτο με άλλα λόγια για μια παράσταση,μια ζωντανή εκπομπή,για να χρησιμοποιήσουμε την ανάλογη έκφραση του συρμού σήμερα.Και προκειμένου για τους δυό φίλους που μιλάμε εδώ ,μπορούμε να πούμε πως για την εποχή τους ήταν οι καλύτεροι παρουσιαστές για το μοναδικό τρόπο και τη ζωντάνια της αφηγηματικότητας που τους χαρακτήριζε.Ειδικότερα ο μπάρμπα-Κώστας έδινε πραγματικό ρεσιτάλ στον τομέα αυτό καθότι πιο κοσμογυρισμένος και η γλώσσα του,αν και κάπως αργόσυρτη,πήγαινε ροδάνι από το καθημερινό αλισβερίσι ως διαμεσολαβητής μεσίτης ανάμεσα στο ζωέμπορα και τους πελάτες του.Η ανεσή του αυτή στα τερτίπια του λόγου του έδωσε με τον καιρό την ικανότητα να διακρίνει το εύθυμο και το κωμικό στις κατά τα άλλα σοβαρές συναλλαγές και σχέσεις του.Με άλλα λόγια ήξερε τον καθένα με την πρώτη πόσο μέτραγε και πόσο ζύγιζε.
Ήταν όμως καλός άνθρωπος, γιατί πως αλλιώς να γινόταν εφόσον έπρεπε να ισορροπήσει ανάμεσα στον εργοδότη ζωέμπορο και στο συμφέρον των νοικοκυραίων που πουλούσαν το βιος τους, τα ζώα εν προκειμένω. Μια σχέση δηλαδή που σφυρηλατούνταν εκ των πραγμάτων πάνω στην αμοιβαία εμπιστοσύνη.
Με αυτά και μ’ αυτά ο μπάρμπα Κώστας ήταν ο κυρίαρχος στις συζητήσεις της βραδιάς και προσωπικά κρεμόμουν από τα χείλη του να τον ακούω, καθώς είχε το πρόσθετο πλεονέκτημα να διανθίζει συχνά το λόγο του με ατάκες πρωτάκουστες για το δικό μας γλωσσικό ιδίωμα, προϊόν της πολυποίκιλης συλλογής λέξεων και ορολογιών από τις συναλλαγές του στα διάφορα χωριά ολόγυρα που το καθένα τους είχε τις δικές του γλωσσικές ιδιαιτερότητες.
Έχει τη σημασία του αυτό στον τρόπο της επικοινωνίας, η χάρη δηλαδή και η ευλυγισία του ομιλητή στην έκφραση και μην κοιτάτε τη σημερινή δημοσιογραφική εκφορά του λόγου στα ΜΜΕ, που η έκφρασή του είναι στιλιζαρισμένη και περιορισμένη μέσα σε τυπικά πλαίσια τόσο που καταντάει βαρετό για τον ακροατή ν’ ακούει συνέχεια μια κατά τα άλλα ανούσια γλώσσα, ξερή και μηχανική σαν το χτύπο της γραφομηχανής.
Ο εν λόγω μπάρμπα-Κώστας είχε ζωντάνια και πρωτοτυπία στο λόγο του τέτοια που σε αιχμαλώτιζε από την αρχή ως το τέλος.
Κι αυτά που λες, Μήτρο.
Ήταν η συνηθισμένη του ατάκα που την έλεγε, όταν στο λόγο του απόσωνε μια ενότητα, ένα κομμάτι με δική του ολοκληρωμένη νοηματική πληρότητα, όχι ο επίλογος στην όλη του αφήγηση αλλά μια διακοπή, μια στάση, για να συνεχίσει παρακάτω. Πέντε-δέκα δευτερόλεπτα υπόθεση, να τονώσει το ενδιαφέρον του συνομιλητή του και ο ίδιος να κοντρολάρει τη δική του σκέψη και να ξετυλίξει την υπόθεση περνώντας σε κάτι άλλο και ανανεώνοντας έτσι το ενδιαφέρον. Άσε το λεξιλόγιο που ο συχωρεμένος ο μπάρμπα-Κώστας χρησιμοποιούσε στην αφήγησή του. Κρίμα που όσο κι αν προσπάθησα και προσπαθώ είναι αδύνατο να θυμηθώ, καθώς είπα ατάκες του.
Όπως πάλι αυτή εδώ «τ’ ακούς, τ’ ακούω», που συνήθιζε να λέει μέσα-μέσα ως σχήμα στροφής και αντιστροφής με ερώτηση και ταυτόχρονη την απάντηση από τον ίδιο τον ερωτώντα. Χαρακτηριστικό που συναντάται συχνά στη δημοτική μας γλώσσα, ιδιαίτερα στη δημώδη ποίηση. «Μην ο Καλύβας έρχεται μην ο Λεβεντογιάννης. Μηδέ ο Καλύβας έρχεται  μηδέ ο Λεβεντογιάννης».
Εδώ θα χρειαστεί μια διευκρίνιση. Εκείνα τα χρόνια στο χωριό δεν ήταν ο μπάρμπα-Κώστας, που λέω εδώ ο μόνος καλός αφηγητής στις συζητήσεις. Ήταν και άλλοι εξίσου καλοί. Τους άκουγα και τους απολάμβανα στο καφενείο το περισσότερο, που τότε ήταν ένα είδος λαϊκής Βουλής, για διάφορα θέματα κοινής ωφέλειας και προβληματισμού. Εγώ τους άκουγα με προσοχή και τους θαύμαζα εκείνες τις στιγμές που αγόρευαν. Γιατί περί αγόρευσης επρόκειτο, αφού οι ομιλητές απευθύνονταν ,μπροστά στους συγχωριανούς, που πότε άκουγαν προσεκτικά και πότε φωνασκούσαν εκδηλώνοντας τις αντιρρήσεις και διαφωνίες τους.
Σήμερα στις διάφορες λαοσυνάξεις οι ακροατές είτε γιατί είναι κατευθυνόμενοι θετικά ή αρνητικά προς τους αγορητές είτε αδυνατούν για διαφόρους λόγους να παρακολουθήσουν τον ειρμό των λεγομένων, αντιδρούν με γιουχαΐσματα και άλλες αποδοκιμασίες. Τότε τα πράγματα και τα πνεύματα ήταν πιο ήρεμα  και ο καθένας  μπορούσε εύκολα να πάρει το λόγο, ειδικά μέσα στο καφενείο, όπου το ακροατήριο είναι έτοιμο προς ακρόαση. Οι γνωστές χωριάτικες γραφικότητες, θα πεις.
Έτσι όμως εκπαιδεύονταν οι πάντες στο λόγο αναγορευόμενοι περίπου σε αυτοσχέδιους λαϊκούς ρήτορες κατά τις περιστάσεις. Εκτός αυτού η απουσία της τηλεόρασης, των κινητών τηλεφώνων και των άλλων σύγχρονων μέσων επικοινωνίας και πληροφόρησης  παρακινούσε τους παλιούς τότε ανθρώπους να πάρουν το θάρρος να σηκώνονται πολλές φορές από τη θέση τους, την καρέκλα όρθιοι και να μιλάνε από στήθους για διάφορα θέματα, επί παντός επιστητού που λέμε. Σιγά-σιγά με τον καιρό η θεματολογία στο καφενείο εμπλουτίσθηκε και επεκτάθηκε και σε άλλα ενδιαφέροντα, λιγότερο σοβαρά, όπως αφηγήματα εύθυμα, και πειράγματα ιστοριούλες δηλαδή με ήρωες τους ίδιους συγχωριανούς στο στυλ «ξέρεις τι έπαθε σήμερα ο τάδε;». Πιπεράτες δηλαδή ιστορίες βγαλμένες μέσα από την καθημερινή ζωή, επιλεγμένες όμως και διασκευασμένες έξυπνα από εμπνευσμένους τεχνίτες του λόγου, που έχουν πηγαίο ταλέντο στην αφηγηματικότητα, τόσο που βγάζουν γέλιο στο παραμικρό ασήμαντο περιστατικό. Χαρακτηριστικό γνώρισμα και προνόμιο στις παλιές κλειστές κοινωνίες, όπου οι άνθρωποι, απομονωμένοι και σχεδόν αποκομμένοι από τις εξελίξεις του ευρύτερου χώρου, εύρισκαν στις συζητήσεις του είδους που είπαμε ευκαιρία να σπάσουν το περίβλημα της εσωτερικής απομόνωσης και να εκφραστούν ελευθέρα.
Στην προφορική παράδοση κάθε τόπου, ιδιαίτερα στην επαρχία, επιζούν τέτοιες ιστοριούλες που τις μολογάνε στα καφενεία και σήμερα οι ντόπιοι, απαράλλαχτες , όπως τις άκουσαν από τους πατεράδες τους. Έχουν, με άλλα λόγια, ενδιαφέρον λαογραφικό τα αφηγήματα αυτά, καθώς διασώζουν ιστορικά τη γλώσσα και το πνεύμα του λαού μας. Κι ας μην έχουν καταγραφεί σε ξεχωριστή μερίδα επιστημονικά παρά μόνο από τη λαϊκή προφορική κατά τόπους παράδοση.
Κάντε τις συγκρίσεις, τι γινόταν χτες και τι γίνεται σήμερα, και θα το διαπιστώσετε.
Στα δικά μας τώρα.
Που λέτε, στην παρέα των δύο φίλων προστέθηκε σε κάποια στιγμή και ένας τρίτος ακόμη, ο μπάρμπα-Γιώργος. Μπάρμπας λεγόταν αρχικά ο θείος κάποιου. Με τον καιρό η σημασία πέρασε και σε κάθε ηλικιωμένο άνθρωπο, ιδιαίτερα ως πρόθεμα κυρίων ονομάτων (μπάρμπα-Κώστας, μπάρμπα-Γιάννης κλπ). Άλλη περίπτωση ετούτος, ο μπάρμπα-Γιώργος. Πιο γραφικός, πιο διασκεδαστικός, πιο εκδηλωτικός.  Με τις δικές του ατάκες. Η παλιά εποχή δεν αρέσκονταν στην ομοιομορφία, παρά έβγαζε διαφορετικά μοντέλα, τύπους ανθρώπων, με χαρακτηριστικές τις διαφορές μεταξύ τους, έτσι που ο καθένας τους είχε τη δική του ξεχωριστή θέση στην πινακοθήκη των ηρώων της καθημερινής ζωής, μοναδικός και ανεπανάληπτος.
Κάπου εδώ ίσως να εντοπίσουμε την αδυναμία και την κακοδαιμονία της εποχής μας. Που όλα τα έβαλε, ανθρώπους , ιδέες κάτω από την ισοπεδωτική ζεύγλη , το ζυγό της ομοιομορφίας. Εξαρτήματα μιας μηχανής, χωρίς έμπνευση και πρωτοβουλία. Σαν τους εργάτες στα εργοστάσια με τις ομοιόμορφες στολές. Η μεγαλύτερη δυστυχία για τους Έλληνες μετανάστες παλιότερα στη Γερμανία ήταν η ομοιομορφία και η μονοτονία στη δουλειά τους που τους έσπασαν τα νεύρα και τους δημιούργησαν ψυχολογικά προβλήματα. Άγνωστα μέχρι τότε στη ράτσα μας που μπορεί να ζούσαν φτωχικά αλλά είχαν το κεφάλι τους καθαρό και ξένοιαστο. Όπως οι τρείς φίλοι μας εδώ. Ο μπάρμπα-Κώστας, ο πατέρας μου και ο τρίτος της παρέας ο μπάρμπα-Γιώργος. Τρεις άνθρωποι, τρεις ψηφίδες στο δάπεδο φαινομενικά όμοιοι αλλά και τόσο διαφορετικοί. Κάτι που δεν τους εμπόδισε να ταιριάξουν μεταξύ τους και να αποτελέσουν ένα ακαταμάχητο τρίο. Κι ας έπαιζε ο καθένας τους το δικό του μουσικό όργανο στο δικό του σκοπό.
Αλλά θα τους δούμε καλύτερα και θα τους απολαύσουμε στο παρακάτω περιστατικό, που θα πούμε στη συνέχεια. Για να καταλάβετε.
Κι αυτά που λες, Μήτρο… ο τρόπος των παλιών που είπαμε εξαρχής.
Δεκέμβριος 2017

ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ Δ. ΚΩΣΤΑΚΟΣ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: