ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

44.Κάποτε στην Παλιά Φιλιππιάδα

Η πενία τέχνας κατεργάζεται. Τα γαμπριάτικα παπούτσια.                                                                                                                             του Μιλτιάδη.Δ.Κωστάκου   
Δε θα κάνουμε εδώ ανάλυση του περιεχομένου της φράσης, του γνωμικού, αν θέλετε, κατά πως λέγεται ακριβέστερα η συγκεκριμένη ρήση για το γενικό της κύρος. Σαν τότε που στις τελευταίες τάξεις του Γυμνασίου μας έβαζαν οι καθηγητές ως θέματα εκθέσεων διάφορα αρχαία ρητά και εμείς σπάζαμε τα κεφάλια μας πρώτα να τα μεταφράσουμε και ύστερα να γράψουμε την έκθεση . Το ίδιο συνέβαινε και στις εξετάσεις για την εισαγωγή στις ανώτερες σχολές. Μας κοπάναγαν ένα αρχαίο ρητό και άντε εσύ να το μετάφραζες, έτσι ακαταλαβίστικο σαν γρίφος που ήταν. Τέτοια δουλειά δοκιμιακού χαρακτήρα δεν είναι στις προθέσεις μας εδώ. Απλά θα δώσουμε την ερμηνεία της φράσης, σύντομη, και τα υπόλοιπα θα τα καταλάβετε από το περιστατικό που θα ακολουθήσει.
Ο πατέρας μου, Θεός σχωρέσ’ τον, ήταν, καθώς είπα προηγούμενα, σε άλλα κεφάλαια μπαλωματής στο επάγγελμα. Τουτέστιν επιδιορθωτής υποδημάτων, επί το ακριβέστερον και επί το κομψότερον. Τον χαρακτηρισμό αυτόν του επαγγέλματος τον βρήκαν, τον ανακάλυψαν, στο Γυμνάσιο οι τότε καθηγητές, όταν ήταν να συμπληρώσουν τα πλήρη στοιχεία της ταυτότητας του πατέρα μου ως κηδεμόνα ημών των παιδιών του, μαθητών τον καιρό εκείνο.
«Ποιο είναι το επάγγελμά σου;» Τον ρώτησαν. «Μπαλωματής είμαι, μπαλώνω παπούτσια», ήταν η απάντηση. Σκέφτηκαν το πράγμα τότε οι καθηγητές, καθώς αντηχούσε άκομψη και αντιαισθητική η ονομασία «μπαλωματής ώσπου τέλος το βρήκαν και έγραψαν, «επιδιορθωτής υποδημάτων», και έτσι λύθηκε το πρόβλημα. Κι ας ήταν ο πατέρας μου γραμματισμένος για τα δεδομένα της εποχής του, γεννηθείς το 1910. Μάλιστα οι δασκάλοι του στο Ελληνικό, στο Σχολαρχείο, δεν ξέρω καλά τις τότε εκπαιδευτικές βαθμίδες που ίσχυαν, ας πούμε τώρα απόφοιτος του Λυκείου, είπαν (οι δασκάλοι) στον πάππο μου να στείλει το παιδί, τον πατέρα μου, για δάσκαλο στα Γιάννινα, γιατί ήταν καλός μαθητής, τα «έπαιρνε» τα γράμματα. Μάλιστα τότε έδινες εξετάσεις για δάσκαλος, γιατί ήταν λίγοι οι εγγράμματοι και δεν είχε και τόση ζήτηση το δασκαλίκι. Που να τρέχεις στα κατσάβραχα, σου έλεγαν. Έπρεπε όμως να πουλήσει ο πάππος ένα χωράφι για να πληρώσει τα τροφεία, τα έξοδα διατροφής του παιδιού, που τότε σπούδαζαν οικότροφοι εσώκλειστοι στη σχολή. Τέλος πάντων, ο πάππος δε συναίνεσε στην πρόταση αυτή, είχε και τρία κορίτσια της παντρειάς στο σπίτι, και έτσι ο πατέρας μου δεν έγινε δάσκαλος, έγινε μπαλωματής. «Αλλά, ρε πατερά, του είπα εγώ, όταν μεγάλωσα και νόμιζα πως τα ήξερα όλα, δάσκαλος δεν έγινες, τουλάχιστον να μάθαινες καλά την τέχνη του τσαγκάρη. Πως δε συνέβηκε αυτό;» Δε φάνηκε να ενοχλήθηκε από την ερώτηση, όπως δεν είχε κρατήσει κακία στον πατέρα του. «Είχα την ατυχία, είπε, να πεθάνει ο μάστορας, στον οποίο μάθαινα κάλφας την τέχνη, τσιράκι και έκτοτε για διαφόρους λόγους τα παράτησα». Το βιογραφικό του πατέρα μου ενολίγοις.
Τα λέω, όχι για να επαινέσω τον πατέρα μου ή δεν ξέρω τι άλλο, αλίμονο τώρα, παρά για να δώσω μια εικόνα, πως περνούσαν τότε οι άνθρωποι και μέσα σε ποιές συνθήκες υποχρεώθηκαν να ζήσουν. Αν είχαν κι αυτοί όνειρα και πόσο δύσκολο ήταν να τα πραγματοποιήσουν. Τελικά, να ξέρουμε από πού είμαστε και προπάντων τι είμαστε. Εσύ, εγώ, αυτός, όλοι μας.
Μπάλωνε παπούτσια ο πατέρας στην αγορά να τσακώσει- αυτή την έκφραση χρησιμοποιούσε- κάνα φράγκο να θρέψει την οικογένεια του. Τέσσερα στόματα είχαν με τη μάνα μου στο σπίτι. Δουλειά μίζερη και αποδοχές, αν μπορούμε να τις πούμε έτσι, τόσο πενιχρές που ήταν μέρες που δεν έβγαζε ούτε φράγκο για να αγόραζε μια οκά ψωμί «καθάριο». Έτσι το λέγαμε τότε, δηλαδή ψωμί από αλεύρι σταρένιο, μιας και στο σπίτι μας τελείωνε γρήγορα το καλαμποκίσιο, από το καλαμπόκι που σοδειάζαμε από το χωράφι. Στην καλύτερη περίπτωση οι εισπράξεις όλη μέρα από τη δουλειά του ήταν πεντέξι δραχμές. Είχαν όμως πέραση τότε. Με δυο ή τρεις δραχμές, αν θυμάμαι καλά αγόραζες μια οκά ψωμί (το κιλό ως μέτρο ζύγισης θα ερχόταν αργότερα εκεί περί το 1960).
Να συνεχίσω λίγο με τον πατέρα μου και τη δουλειά  του, γιατί εκτός-των άλλων είναι και το κεντρικό πρόσωπο στην ιστοριούλα μας παρακάτω. Ένα πρόσωπο, από τους χαρακτηριστικούς τύπους, τους γραφικούς θα έλεγα, που συναντούσε κανείς στο καθημερινό τότε θέατρο της αγοράς. Ήταν οι τσαγκάρηδες, οι ραφτάδες, οι μπακάληδες, οι μανάβηδες, οι χασάπηδες, οι έμποροι, οι καφετζήδες κλπ. Όλοι τους επώνυμοι, γνωστοί ένας-ένας και σε αριθμό μεταξύ τους, ανάλογα με το πόσους σήκωνε ο ανταγωνισμός της αγοράς. Πόσα από τα επαγγέλματα αυτά χάθηκαν είτε μετεξελίχθηκαν της αγοράς. Πόσα από τα επαγγέλματα αυτά χάθηκαν είτε μετεξελίχθηκαν σε άλλες μορφές, πιο σύγχρονες, μπορείς να υπολογίσεις ρίχνοντας μια ματιά στην αγορά σήμερα, προσθέτοντας στην εικόνα και όσα σύγχρονα στο μεταξύ δημιουργήθηκαν. Χώρια οι μεταβολές στο χώρο και στα στέκια.
Υπήρχε, αν μη τι άλλο, μια γραφικότητα σε όλους τους τύπους τότε της αγοράς, ανθρώπινους και μη, καθώς και στην ίδια τη λειτουργία της, αναφορικά με την ιδιορρυθμία της, το χρωματισμό της, το θόρυβο και τις φωνές, μέχρι και την ακαταστασία της.
Ο πατέρας μου, για παράδειγμα, δεν είχε μαγαζί παρά δούλευε στο πεζοδρόμιο κάτω από τις αστρέχες. Το ίδιο και ο λούστρος της αγοράς. Φτωχοί βιοπαλαιστές που αγωνίζονταν με την ψυχή στο στόμα για τον επιούσιο. Δεν τα κάνω δραματικά τα πράγματα. Έτσι ήταν κι ακόμα χειρότερα, άμα τα ψάξεις περισσότερο σε βάθος. Δικά σας τα όποια συμπεράσματα από τις συγκρίσεις του τότε με το σήμερα.
Μπάλωνε ο πατέρας τα παπούτσια στην αγορά στην αγορά στο πόστο του στο πεζοδρόμιο, είπαμε, κάτω από την αστρέχα, το μεταξύ δηλαδή-ξέχασα να πω θαρρώντας το ως γνωστό- κενό διάστημα μεταξύ τοίχου και σκεπής, στέγης, το γείσο καθώς λέμε, στα καταστήματα της αγοράς δίπλα στο δρόμο. «Μαγαζί» με άλλα λόγια, προκειμένου για τον πατέρα μου, ανοιχτό από όλες τις μπάντες πλην του τοίχου πίσω που ακούμπαγε την πλάτη του καθισμένος σε ένα καρεκλάκι. «Ευάερο» μαγαζί χωρίς τίτλους ιδιοκτησίας και ενοικιοστάσιο, ούτε τοιχία ούτε σκεπές με κεραμίδια. Μπροστά του χαμηλά είχε ένα μπάγκο με τα απαραίτητα για τη δουλειά του σύνεργα, ένα τσαγκαροσούφλι, ένα σφυρί να καρφώνει τις πρόκες, πρόγκες τις λέμε χάριν ευφωνίας, και μια φαλτσέτα, ένα μικρό κοφτερό μαχαίρι να κόβει τα πετσιά και τα λάστιχα των παπουτσιών. Όλη κι όλη η τέχνη του εκτός από το μπάλωμα ήταν να σολιάζει, να βάζει καινούργιες σόλες στα παπούτσια. Μέχρις εκεί ήξερε τη δουλειά. Υπήρχαν όμως και κανονικοί τσαγκάρηδες μαστόροι στην αγορά που έφκιαχναν παπούτσια καινούργια εξαρχής, σου έπαιρναν τα μέτρα από το πόδι σου και σε κάμποσες μέρες τέλειωναν τη δουλειά. Τα παπούτσια τότε τα έφκιαχναν δερμάτινα στο χέρι και κόστιζαν σε χρήματα ένα ποσό μεγαλούτσικο για τα οικονομικά δεδομένα της εποχής εκείνης, περί τις 200 δρχ. Έτοιμα παπούτσια δερμάτινα από εργοστάσιο δεν υπήρχαν, μόνο με παραγγελία γίνονταν. Τα δερμάτινα, να πούμε, ήταν καλά και στέρεα, επίσημα παπούτσια. Τότε στην αγορά έτοιμα παπούτσια εργοστασίου ήταν κάτι λαστιχένια και οι γαλότσες, λαστιχένια μποτάκια, όπως οι κλασικές μπότες. Με παραγγελία γίνονταν αν θυμάμαι καλά τα άρβυλα. Ήταν και τα στρατιωτικά άρβυλα, οι αρβύλες που τις λέγαμε, γερά παπούτσια που ο καθένας φορούσε και μετά το στρατιωτικό, καθώς ήταν πολύ ανθεκτικά παπούτσια, στεγανά δεν έμπαζαν νερό και πρακτικά για όλες τις δουλειές τότε.
Τα γυναικεία παπούτσια είχαν άλλη τεχνική και ποιότητα, καλλιτεχνική. Αυτά, για τα παπούτσια, τα υποδήματα, της εποχής του ΄50 μέχρι το 1965, υπολογίζω τώρα εγώ, οπότε συνέβηκαν οι αλλαγές σιγά-σιγά, όσο να φτάσουμε στο σημερινό εμπορικό παπούτσι.
Για την ώρα μένουμε στην αγορά της αμέσως μεταπολεμικής περιόδου, τότε που συνέβηκε η ιστοριούλα που σας είπα στην αρχή. Άργησα όσο να `ναι, γιατί έπρεπε να περιγράψω τον κοινωνικό περίγυρο μέσα στον οποίο διαδραματίστηκε η υπόθεση με θέμα ένα γαμπριάτικο ζευγάρι παπούτσια. Έχει ενδιαφέρον το πράγμα και ποιο, θα ρωτήσετε. Έχει, λέω εγώ, όχι μόνο αυτό καθεαυτό το περιστατικό αλλά και για άλλον ένα λόγο, από μια ευρύτερη σκοπιά. Να γνωρίσουμε την εποχή και την πλοκή τους, μέσα από τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που τα έζησε και τα «πόνεσε» αυτά τα πράγματα.
Η πενία τέχνας κατεργάζεται. Που θα πει, «η φτώχεια κάνει τον άνθρωπο εφευρετικό». Να εφευρίσκει δηλαδή τρόπους να ξεπερνάει τις δυσκολίες και τα αδιέξοδα. Είπαμε από την αρχή, να μην κάνουμε αναλύσεις δοκιμιακού τύπου. Προχωράμε στα γεγονότα κατ’ ευθείαν.
Μια μέρα λοιπόν πήγε στον πατέρα μου ένας συγχωριανός του, μάλιστα μακρινός του συγγενής και του έδωσε ένα ζευγάρι παπούτσια με την επισήμανση πως ήταν τα γαμπριάτικα, από τον καιρό δηλαδή που παντρεύτηκε. Τα φύλαγε εκείνα τα παπούτσια για τις γιορτές και τις επίσημες μέρες, γιατί ως γαμπριάτικα ήταν ωραία και ακριβά παπούτσια. Μόνο που είχαν τρυπήσει οι σόλες από την πολυκαιρία και έπρεπε να τις αλλάξει.( το πρώτο που παθαίνουν τα δερμάτινα παπούτσια είναι να φθαρούν οι σόλες τους). Έκατσε ο πατέρας μου ώρες ολόκληρες, χρειαζόταν χρόνο και προσοχή η δουλειά, και έραψε τις σόλες με ακριβό πετσί που το είχε αγορασμένο ειδικά για τα καλά παπούτσια! Όταν τελείωσε η δουλειά βρήκε τον πελάτη του- είχε κι εκείνος μαγαζί στην αγορά- και του είπε να περάσει να πάρει τα παπούτσια. «καλά, θα περάσω όταν ευκαιρέσω λίγο», πήρε την απάντηση. Πέρασαν κάμποσες μέρες και πουθενά να φανεί ο άνθρωπος ξαναπήγε ο πατέρας και τον ξαναθύμισε. Τα ίδια εκείνος, θα περνούσε όταν θα άδειαζε. Πέρασε καιρός πολύς. Το πράγμα είχε παραγίνει. Ο πελάτης, ο κάτοχος των παπουτσιών, δεν έλεγε να τα πάρει και, φυσικά, να πλήρωνε για τη δουλειά. Τι να έκανε ο πατέρας μου τότε. Δεν έφτανε που δεν είχε πληρωθεί αλλά από πάνω είχε μπελά με τα παπούτσια που κουβάλαγε στον ντορβά πάνω-κάτω, από το σπίτι το πρωί στην αγορά και το βράδυ από την αγορά στο σπίτι. Κάθε μέρα αυτή η δουλειά με τον ντορβά και τα παπούτσια μέσα τα γαμπριάτικα. Αυτό γινόταν, γιατί δεν είχε μαγαζί να το κλειδώνει τα βράδια να μην τα κλέψουν. Όλα κι όλα τα συμπράγκαλα της δουλειάς του χώραγαν στο τραπεζάκι με την καρέκλα. Τα σκέπαζε με την ποδιά του και τα άφηνε έτσι όλη τη νύχτα εκτεθειμένα στον όποιο επίδοξο κλέφτη. Αλλά ποιος θα έμπαινε στον κόπο να κλέψει το σφυρί και το τσαγκαροσούφλι καταμεσής στην αγορά και την αστυνομία δυο βήματα παραδίπλα. Τα παπούτσια όμως ήταν άλλο πράγμα. Ο καθένας περιθωριακός της αγοράς τα βράδια μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τα σουφρώσει και όπως ήταν καλά και ακριβά παπούτσια εύκολα μπορούσε να τα πουλήσει σε κάποιον άλλο όσο-όσο. Σ΄αυτή την περίπτωση πώς θα ξέπλεκε με τον κάτοχο τους, τον πελάτη του, που εν τω δικαίω θα απαιτούσε το βιός του;
Αυτό ήταν που βασάνιζε τον πατέρα μου με το πρόβλημα που αντιμετώπιζε. Για τελευταία φορά τον ειδοποίησε προσωπικά, πάλι τίποτε. Εκείνος το χαβά του.
«Έτσι είσαι;» είπε ο πατέρας μου; «τώρα θα δεις». Είχε από καιρό που γυρόφερνε μια σκέψη στο μυαλό του. Η πενία τέχνας κατεργάζεται.
Πάει, που λέτε, ο πατέρας μου και βρίσκει έναν τύπο της αγοράς που είχε συνήθειο να σουλατσάρει κάθε μέρα από μαγαζί σε μαγαζί και από παρέα σε παρέα και άλλο τίποτε να μην κάνει παρά να λέει στον ένα και στον άλλο τι είδε και τι άκουσε. Έναν κουσκουσάρη, κουτσομπόλη δηλαδή που περνούσε τον καιρό του κουτσομπολεύοντας. Έχει και τέτοια «λουλούδια» η αγορά.
Βγάζει ο πατέρας μου ολόκληρο πακέτο με τα τσιγάρα όλα μέσα ανέγγιχτα, παίρνει και του δίνει απλόχερα με χαρακτηριστικές αργές κινήσεις ένα τσιγάρο μαζί και τη φωτιά, ανάβοντας ένα κι αυτός. «Μπα, του λέει ο άλλος , τι βλέπω καινούργιο πακέτο και από τα ακριβά τσιγάρα;» τότε για να αγόραζες ολόκληρο πακέτο ήταν σπάνιο πράγμα ελλείψει χρημάτων. Το πιο συνηθισμένο ήταν να αγόραζες 3-4 τσιγάρα χύμα από την κούτα.
«Να σου πω, του είπε ο πατέρας μου, έτσι κι έτσι. Πριν από κάμποσο καιρό μου έδωσε ο τάδε (είπε εμφαντικά το όνομα) κάτι καλά παπούτσια να τα φκιάξω! Όμως δεν ήρθε να τα πάρει. Εγώ τον ειδοποίησα πέντε-δέκα φορές αλλά αυτός τίποτε. Φαίνεται πως δεν τον πολυνοίαζει και έτσι εμένα μου `μειναν τα παπούτσια. Τι να έκανα κι εγώ τότε, βρήκα έναν και τα «σκότωσα», τα πούλησα. Για αυτό με βλέπεις με φράγκα να τα ξοδεύω. Μου `κατσε λαχείο η δουλειά».
Είπε και απομακρύνθηκε ο πατέρας και κρύφτηκε λίγο πιο πέρα, να δει το αποτέλεσμα.
Πράγματι, δεν πέρασαν ούτε πέντε λεπτά και ο δικός σου πήρε το δρόμο για το μαγαζί, ποιου άλλου; Του κατόχου των παπουτσιών, να του εξιστορήσει τα καθέκαστα.
Τι κόλπο είχε πιάσει.
Η συνέχεια στο δικαστήριο.
Ο καθένας τώρα μπορεί να φανταστεί το είδος εκείνης της δίκης που έγινε πριν από εξήντα χρόνια, καθώς και τις σκηνές… απείρου κάλλους που έλαβαν χώρα κατά την ακροαματική της διαδικασία. Εμένα μου τις διηγήθηκε ο πατέρας χρόνια αργότερα κι άλλωστε δε χρειάζεται και πολλή φαντασία να καταλάβεις την ατμόσφαιρα που επικρατούσε εκείνες τις στιγμές μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου, τόσο πάνω στα δικαστικά έδρανα όσο και κάτω στο ακροατήριο. Γιατί το θέμα είχε και την κωμική του πλευρά, αφού η αιτία ήταν ένα ζευγάρι παπούτσια, δηλαδή σαν το πάπλωμα του Χόντζα, αν ξέρετε τον σχετικό μύθο. Κι όσο για το χαρακτήρα των παπουτσιών ως γαμπριάτικων, αυτό κι αν ήταν αφορμή να προκαλέσει θυμηδία δηλαδή γέλιο σε όσους είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν την… πολύκροτη εκείνη δίκη.
Ενάγων, μηνυτής, ο κάτοχος των παπουτσιών και κατηγορούμενος ο πατέρας μου.
Εν αρχή το λόγο πήρε ο μηνυτής. «Κύριε, πρόεδρε είπε, έδωσα στον κατηγορούμενο ένα ζευγάρι παπούτσια να τα επιδιορθώσει κι αυτός τα πούλησε». «και τι ζητάς τώρα», του είπε ο πρόεδρος. «τα παπούτσια, Κύριε πρόεδρε, εκτός από καλά ήταν τα γαμπριάτικα και είχαν για εμένα ιδιαίτερη αξία. Έχω μάρτυρα ότι τα πούλησε και απαιτώ να πάρω πίσω τα παπούτσια μου». «Κάθισε» του είπε ο πρόεδρος. Να προσέλθει ο κατηγορούμενος. «Παρών, Κύριε πρόεδρε» σηκώθηκε ο πατέρας μου. «Δε μου λες, του είπε ο πρόεδρος, πούλησες τα παπούτσια του ανθρώπου, που ήταν και πελάτης σου;»
Ακούστε τώρα λοιπόν εσείς που διαβάζετε τις αράδες εδώ, να γελάσετε.
«Κύριε πρόεδρε, εγώ δεν πούλησα κανένα ζευγάρι παπούτσια και δεν ξέρω τι λέει ο μηνυτής μου».
«Τι θα πει δεν πούλησες, πάνω από την έδρα ο πρόεδρος, εδώ σε κατηγορεί επίσημα και είμαστε στο δικαστήριο, όχι στο καφενείο»
-Σας είπα, δεν τα πούλησα τα παπούτσια.
-Αφού δεν τα πούλησες, τότε πού είναι τα παπούτσια;
-Τα παπούτσια τα έχω εγώ.
-Πού τα `χεις;
-Εδώ μαζί μου.
-Φερ` τα τότε να τα δούμε.
Πάει ο πατέρας μου πίσω στο εδώλιο, πήρε τον ντορβά και από μέσα έβγαλε τα παπούτσια. «Ορίστε, τα παπούτσια» είπε και τα εναπέθεσε μπροστά στα έκπληκτα μάτια του προέδρου.
Τα κοίταξε αυτός και γύρισε προς το μηνυτή δείχνοντας του τα παπούτσια «είναι αυτά τα παπούτσια σου ή είναι τίποτε άλλα; Τα γνωρίζεις;» Τα ψηλάφησε εκείνος και βεβαίωσε ότι πράγματι ήταν τα δικά του παπούτσια τα γαμπριάτικα, επιδιορθωμένα.
«Μα πως έγινε αυτό» ρώτησε ο πρόεδρος. Τότε ο πατέρας μου του εξήγησε τα καθέκαστα, πως δηλαδή ο μηνυτής τρενάριζε την υπόθεση και δεν ερχόταν να πάρει τα παπούτσια παρά τις επανειλημμένες ειδοποιήσεις που του έκανε, να πάρει κι αυτός την αμοιβή για τη δουλειά του. Και πως σκαρφίστηκε το κόλπο μπας και ο κάτοχος δεήσει επιτέλους να ζητήσει τα παπούτσια του. «Γιατί, κύριε πρόεδρε εκτός που δεν πληρώθηκα, είχα και τη σκοτούρα να φυλάω τα παπούτσια μην τα χάσω ή μη μου τα κλέψουν. Τι να έκανα;»
Τα άνω κάτω ήρθαν στη δίκη και ο μηνυτής από κατήγορος έγινε κατηγορούμενος.
Και τώρα η απόφαση. «Για να μη σε κλείσω φυλακή, είπε ο πρόεδρος στο  μηνυτή, θα δόσεις τώρα στον άνθρωπο τα λεφτά για τη δουλειά του και να πάρεις τα παπούτσια σου.»
Γύρισε στον πατέρα μου «Πόσο κάνει η δουλειά σου;». «Δεκαπέντε δραχμές». Είχε δεν είχε ο μηνυτής ξηλώθηκε το ποσό εκεί μπροστά υπό το αυστηρό βλέμμα του προέδρου. Είχε πάει για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.
Έτσι τελείωσε η δικαστική εκείνη περιπέτεια και η ιστοριούλα μας. Τώρα μπορεί ο καθένας μας να κάνει τις αναλύσεις και να αποκωδικοποιήσει τη συμπεριφορά και τους χαρακτήρες των ηρώων στο περιστατικό μας. Απλά και πρακτικά, χωρίς πολλές κουβέντες. Για να καταλήξει κι αυτός στο συμπέρασμα: «η πενία τέχνας κατεργάζεται». Μαθήματα-παθήματα, πώς τα λέει ο λαός, διαχρονικά. Αλλά πάλι, ποιος δίνει σημασία στα λόγια, αν δεν πάθει προηγουμένως. Και εφόσον βέβαια το πήρε καλά το μάθημα. Τέτοια επεισόδια, φαιδρά και γραφικά, συνέβαιναν πολλά τον καιρό εκείνο στο καθημερινό θέατρο της αγοράς.
Εγώ ένα σας λέω ως κατακλείδα: Η Τέχνη (ταυ κεφαλαίο) αντιγράφει τη ζωή. Με ό,τι σημαίνει αυτό.

 Φεβρουάριος 2018
Μιλτιάδης Δ.Κωστάκος
                                                                                                

                                 

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

O Καλαντζής εξαργυρώνει
-ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΣΙΓΑ ΡΕ οι ΠΡΙΝ...Δήμαρχοι ΤΙ ΚΑΝΑΝ -
λοιπόν εξαργυρώνει το ΓΠΣ με τα κολονάκια απαγόρευσης π'άρκιν στην Μπιζανίου-ΣΩΣΤΑ- και με την ΚΕΝΤΡΙΚΗ πλατεία στη Φιλιππιάδα που ήθελε κάτι νέο τουλάχιστον τα πεζοδρόμια ΚΑΙ ΕΔΩ ΣΩΣΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΑ`ΤΕΙΑ... ΓΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΓΠΣ δεΝ τον νοιάζει
να πει
δεν νοιώθει να απολογηθεί ΚΑΙ
να μιλήσει
να απαντήσει στην ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΠΟΥ ΡΩΤΑΕΙ

Δηλαδή ο ομοιδεάτης ΚΑΧΡΙΜΑΝΗΣ του λέει

Κε ΚΑΛΑΝΤΖΗ με ΔΟΥΛΕΥΕΙΣ?

Ανώνυμος είπε...

Κάντε λίγο υπομονή, στο επόμενο δημοτικό συμβούλιο θα είναι πρώτο θέμα...
(δαίμων πρόσεξε, δ και σ με πεζά - μην τρελαθούμε κιόλας)

Ανώνυμος είπε...

Σωστή η παρατήρηση. Όπως είναι γνωστό ο Καχρ. είναι παθιασμένος με την οργάνωση του κράτους, των δήμων κ.λπ, ειδικά δε για το ΓΠΣ έχει άποψη:

Αφού δεν τρώγεται! Τι ρωτάς; (Νίκος Καζαντζάκης)

Ανώνυμος είπε...

Το ΘΕΟΓΕΦΥΡΟ στον Καλαμά, έπεσε εν μέσω εν εξελίξει εργολαβίας. Με τις εκκλησίες καλά τα πάει. Με τα γεφύρια έχει πρόβλημα. Ακόμη και αν είναι το Θεού. Δυστυχώς δεν τον συμβούλεψε τίποτε και ο Νίκος.

Ανώνυμος είπε...

Πάντως για την άλλη περιφέρεια πρόκειται την αποκεντρωμένη. Σιγά μην τράβαγε ζόρια και ρώταγε ο ομοϊδεάτης. Εδώ δεν ρωτάνε οι ιδεολογικά αντίθετοι (λέμε τώρα). Αλήθεια δεν πήρα χαμπάρι, έβγαλε καμία ανακοίνωση κανένας;