ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

47.Κάποτε στην Παλιά Φιλιππιάδα.

Θέατρο Σκιών.Ο Καραγκιόζης και το καταραμένο φίδι.
 του Μιλτιάδη.Δ.Κωστάκου  
Μικρός κάποτε ήθελα να γίνω καραγκιοζοπαίχτης. Να παίζω τον Καραγκιόζη στη γειτονιά να διασκεδάζω τον κόσμο μικρούς και μεγάλους. Αφιλοκερδώς χωρίς να παίρνω χρήματα ερασιτεχνικά που λέμε για την αγάπη προς την τέχνη. Το επιχείρησα, θυμάμαι. Είχα αγοράσει τις ζωγραφιστές χάρτινες φιγούρες του Καραγκιόζη τον ίδιο τον Καραγκιόζη το Χατζηαβάτη ή Χατζαντζαρη (όπως τον αποκαλούσε στους μεταξύ τους διαλόγους ο Καραγκιόζης), τον μπαρμπα Γιώργο, το Διονύσιο, το Μορφονιό, ολόκληρο δηλαδή το θίασο του θεάτρου σκιών. Μερικούς τους σκιτσάριζα μόνος μου στο χαρτί έλλειψει χρημάτων για να τους αγόραζα. Ύστερα με το ψαλίδι και με την κόλα έφταχνα τις χάρτινες φιγούρες κατάλληλα αποτυπωμένες και ψαλιδισμένες στο χαρτόνι, και πίσω απο την πλάτη της καθεμιάς εφάρμοζα εναν υποτυπώδη τσίγκινο μηχανισμό με μια μικρή ξύλινη βέργα με την οποία κινούσα με το χέρι μου τη φιγούρα, σπασμένη εννοείται εκεί στη μέση με μια τσίγκινη πάλι βίδα, για να διευκολύνονται οι κινήσεις τελικά της μαριονέτας επί σκηνής. Μόνο η φιγούρα του Καραγκιόζη είχε επιπλέον το ένα της χέρι σπαστό σε μικρά κομμάτια βιδωμένα μεταξύ τους για να αποδίδονται εκφραστικότερα οι κινήσεις του, οι χειρονομίες του κεντρικού ήρωα και έτσι να αποκτά περισσότερη ζωντάνια η φιγούρα Οι υπόλοιπες φιγούρες ήταν κομμένες και βιδωμένες σε δυο κομμάτια. Τέλος πάντων, αναφέρθηκα με πολλές λεπτομέρειες γιατί ξύπνησε μέσα μου το παλιό μεράκι και κατά δεύτερο λόγο για να δείξω στους νεότερους την τεχνική του Καραγκιόζη μία χαμένη πλέον εμπειρία. Έτσι για την ιστορία.
 Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα το πράγμα καταλήγω στο δίλημμα, ήθελα τότε να κάνω τον καραγκιοζοπαίχτη, να δείξω στους άλλους στην ικανότητά μου, το ταλέντο μου; Ή να υποδυθώ τον ίδιο τον Καραγκιόζη
μιμούμενος τον τρόπο του και τη συμπεριφορά του. Με άλλα λόγια ρωτάω στόχευαν στην ενσάρκωση του ρόλου, στην ηθοποιία, ή κι εδώ είναι το ζητούμενο ταυτίζομαι με τον ίδιο τον ήρωα της υπόθεσης, τον Καραγκιόζη; η απάντηση περιττεύει υπό την έννοια ότι καθένας μας μπορεί να ανατρέξει στα παλιά προσωπικά του βιώματα, καθώς παρόμοιες καταστάσεις αποτελούν χαρακτηριστικές εμπειρίες της παιδικής ηλικίας κοινές και διαχρονικές.

Βοήθαγε και η μάνα μου τότε στην προετοιμασία της παράστασης προμηθεύοντας εμένα τα απαραίτητα υλικά για το στήσιμο της πρόχειρης Σκηνής, ένα τραπέζι, ένα λευκό σεντόνι που το καρφώναμε τεζαρισμένο σε ένα λεπτό τελάρο για την οθόνη, καθώς και δύο φωτιστικά, μία λάμπα πετρελαίου κι ένα Λυχνάρι να φέγγουν στο πανί ώστε να φαίνονται οι φιγούρες και οι χρωματισμοί τους. Καθότι πάντα ανοιχτά παίζονταν ο καραγκιόζης με φωτισμένη πάνω στη σκηνή και στο μισοσκόταδο κάτω η πλατεία. Τέλος πάντων, χρόνια δοξασμένα κι εκείνα, όπου στον καθένα μας τα παιδικά του καμώματα φαντάζουν για κατορθώματα και ως τέτοια καταχωρίζονται στο μυαλό μας και μας συντροφεύουν ως τα βαθιά μας γεράματα. Να χουμε και εμείς να λέμε..

Εγώ τώρα θα σας πω, μάλλον θα σας παίξω, μία άλλου τύπου παράσταση με τον Καραγκιόζη ήρωα, όχι στο γνωστό σκηνικό στη γειτονιά μου το οποίο σας περιέγραψα πιο πριν αλλά πιο ύστερα στα κατοπινά μου χρόνια, ώριμος πλέον, και πού νομίζετε; στο νοσοκομείο εδώ στα Γιάννενα σε ένα θάλαμο για αρρώστους.
Πώς έγιναν τα πράγματα και έφτασαν στο σημείο αυτό μην το ρωτάτε καθόλου. Εγώ απλώς θέλω να επισημάνω την απήχηση που είχε ο Καραγκιόζης στο κοινό της εποχής του αλλά και τη διαχρονικότητα των μηνυμάτων που εξέπεμπε. Ως προς τα άλλα εννοείται πως το περιστατικό συνέβη Χωρίς καμία σκηνοθετική φροντίδα και σχετική προεργασία. Απλά το έφερε η κουβέντα μεταξύ επισκεπτών και άρρωστων στις εφήμερες γνωριμίες και τις αργοκυλιστές ώρες αναμονής να δοκιμάζουν τα νεύρα όλων.
Στα Γιάννενα μεταφέρετε τώρα το σκηνικό, στο θάλαμο ενός νοσοκομείου. Πάνε καμιά εικοσαριά χρόνια από τότε. Ήταν, Θυμάμαι μία μάνα με την άρρωστη θυγατέρα της, μία κοπέλα 20 περίπου χρονών που είχε σπάσει το χέρι της στον αγκώνα σε ατύχημα. Το κρεβάτι της ήταν δίπλα στον άρρωστο συγγενή μου, τον επισκεπτόμασταν με τη γυναίκα μου τακτικά για καμιά δεκαριά μέρες που κράτησε η νοσηλεία. Και όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις μεταξύ μας, επισκεπτών και αρρώστων, αναπτύχθηκε μία οικειότητα ξέρετε τώρα πώς γίνονται αυτά τα πράγματα στα νοσοκομεία κουβέντες, φιλίες περιστασιακές κλπ.

Εκεί λοιπόν σε κάποια στιγμή ανάμεσα στα άλλα έγινε λόγος και για τον Καραγκιόζη. Όλοι γελάσαμε όταν εγώ το προχώρησε το πράγμα και αναφέρθηκα επιλέξεις ένα επεισόδιο από το ρεπερτόριο του Καραγκιόζη μιμούμενος Μάλιστα τη φωνή του. Τι ήταν και το λεγα.

Έπεσαν πάνω μου μάνα και θυγατέρα από το διπλανό κρεβάτι και με παρακαλάνε να πω όλο το σκετς από την αρχή. Τίτλος θυμάμαι “Ο Καραγκιόζης και το καταραμένο φίδι” Μία από τις καλύτερες κωμωδίες του θεάτρου σκιών τότε. Να την πω και σε σας εδώ τώρα, ξύπνησαν μέσα μου τα παλιά βλέπετε.

Λοιπόν η παράσταση αρχίζει με τον Χατζηαβάτη να βγαίνει από το Σεράι του σουλτάνου πέναντι στην άλλη άκρη η καλύβα του Καραγκιόζη, σε μόνιμη διάταξη τα δύο οικήματα στην οθόνη) και με φωνή τελάλη να διαλαλεί

<<Ακούσατε ακούσατε ο πολυχρονεμένος μας πασάς παραγγελει το εξής. Όποιος σκοτώσει το καταραμένο φίδι θα πάρει 1.000 γρόσια και τη βεζιροπουλα για γυναίκα του>>.

Από την άλλη άκρη βγαίνει ο Καραγκιόζης και με το πρώτο αρχίζει στις σφαλιάρες το Χατζιαβάτη.

<<Να, να, γρουσούζη που με ξυπνάς μεσα στα άγρια χαράματα από τον ύπνο μου και μου χάλασες ένα όνειρο την ώρα που έτρωγα ψητό>>. Μονίμως νηστικός ο Καραγκιόζης.

<< Τι άγρια χαράματα άνθρωπέ μου που κοντεύει μεσημέρι και εσύ με κοπανάς άδικα .Τι σου κανα ο καημένος;>> Δουλοπρεπής και υποτακτικός σε όλους ο Χατζηαβάτης ο κλασικός φοβητσιάρης ραγιάς που θέλει να τα έχει με όλους καλά με Έλληνες αλλά και Τούρκους.

<<Είναι αλήθεια αυτό που άκουσα Χατζατζάρη για τα γρόσια και τη Βεζιροπουλα η μπας και μου λες ψεματα;>>

<<Αλήθεια είναι πανάθεμά σε και άμα σου βαστάνε τα κότσια έλα να σου δείξω που είναι το φίδι. Από μακριά όμως, γιατί δεν έχω καμία όρεξη να με φάει στα καλά καθούμενα>>
<<Ας δοκιμάσω και εγώ>>  είπε ο Καραγκιόζης.

Η σκηνή τώρα απέναντι από το φίδινα δράκο του παλιού καιρού σαν εκείνο το δράκο που έτρωγε στο πανηγύρι τα κορίτσια και τον σκότωσε ο αφεντ’Αγιωργης.
Βλέπει ο Καραγκιόζης το φίδι και τον έπιασε τρόμος.<<Ρε το μπαγάσικο μεγάλο που είναι,έτσι και μου ορμηξει μία μπουκιά θα με κάνει. Ας καθήσω εκεί πάνω αλαργα μπας και το πιάσω στον ύπνο.>> Τη στήνει κάπου αγναντιά και περιμένει.

Σε λιγάκι καταφτάνει ο μπαρμπα-Γιώργος, καράβλαχος ως εκεί πάνω με το τσιγκελωτό μουστάκι, τη φουστανέλα και την γκλίτσα στο χέρι.
<<Πως από δω>> του λέει ο Καραγκιόζης.
<<Κάνε πέρα ανιψούδι μ’ να σκοτώσω τη μαρμάγκα και να πάρω τα χίλια γρόσια και τη βεζιροπουλα γυναίκα μου.>>.
<<Μπάρμπα μου μπαρμπούλη μου το καλό που σου θέλω φεύγα πριν σε αρπάξει ο
φίδης. >>
<<Κάνε πέρα σου είπα και θα τον μπιντησω>>, λέει ο μπαρμπα-Γιώργος και γραμμή ορμάει κατά το φίδι. Δεν πέρασαν ούτε δύο λεπτά και ακούγεται η φωνή του
<<που είσαι Καραγκιόζ’ μ’ έφαγε η μαρμάγκα βοηθά με!>>
<<Μπάρμπα, του λέει εκείνος, πέσε μέσα στον ασβεστολακκο να γλιτώσεις>>
<<Επεσα>> είπε τότε ο μπαρμπα-Γιώργος. Πάει απέτυχε η πρώτη προσπάθεια.

Ύστερα παρήλασαν στη σειρά ο ένας μετά τον άλλον οι άλλοι ήρωες του θεάτρου σκιών, ο Νιόνιος, ο Σταύρακας, και τελευταίος ο Μορφονιός με τη μεγάλη μύτη σαν κλαρίνο όπως την παρομοιάζε ο Καραγκιόζης πειραχτικά. Ο καθένας τους έλεγε τις δικές του ατάκες. Τίποτε, το φίδι ήταν ανίκητο.
Ώσπου σε κάποια στιγμή εμφανίστηκε ένας λεβεντονιός με περικεφαλαία, ασπίδα, σπαθί και κοντάρι.
-Εσύ ποιος είσαι πάλι; Τον ρώτησε ο Καραγκιόζης.
-Είμαι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών.
-Βρε βρε τον Αλέκο με τα κυδώνια, πως από δω?
-Ήρθα να σκοτώσω το καταραμένο φίδι να γλιτώσω τον κόσμο από το στοιχειό. Κάνει στην άκρη θα δώσω μάχη.
Ακολούθησε πάλι στο συδεντρο που είχε τη φωλιά του ο δράκος και σε κάποια στιγμή:
<< Καραγκιόζη είμαι μέσα στο στόμα του φιδιού>>
 <<Ε,εγώ είμαι απόξω>>του κάνει ο Καραγκιόζης.
<<Βοηθά με λίγο να με αφήσει>> του λέει ο Μεγαλέξανδρος.
 <<Μπα, τι μας λες, να αφήσει ο φίδης εσένα και να κυνηγάει εμένα;>>

Εκεί πάνω, που εγώ αφηγουμουν τη σκηνή, από τα γέλια η κυρία στο διπλανό κρεβάτι, η μάνα της νοσηλευόμενους κοπέλας που σας έλεγα, ξεκαρδισμενη πέφτει κάτω στο δάπεδο και σπάει και αυτή το χέρι της. Η παράσταση τότε διακόπηκε και καλέσαμε εσπευσμένα το γιατρό.
Αποτέλεσμα, μάνα και κόρη ύστερα νοσηλεύονταν και οι δυο τους με το ίδιο πρόβλημα. Εξαιτίας του... Καραγκιόζη. Τέτοια απήχηση είχε ο Καραγκιόζης τον καιρό εκείνο.

Ερχόταν που λέτε, εκείνα τα χρόνια ένας καραγκιοζοπαίχτης φημισμένος για την τέχνη του, ο Ρήγας, έτσι τον έλεγαν, και έπαιζε τα καλοκαίρια παραστάσεις του Καραγκιόζη, εδώ κάτω στη Νέα Φιλιππιάδα, στην αγορά. Ήταν εκεί δίπλα που έχει ο Παλιάτσος ο Βασίλης το κατάστημα ηλεκτρικών, ενα ακάλυπτο οικόπεδο υπάρχει νομίζω, και σήμερα αχρησιμοποίητο κι εκεί έστηνε το προσωρινό του θέατρο ο καλλιτέχνης ο Ρήγας.
 Μπροστά μπροστά και ψηλά ορθωνόταν η οθόνη και ακριβώς πίσω της μαστόρευε ο καραγκιοζοπαίχτης, με τις φιγούρες της δουλειάς του απλωμένες πάνω σε ένα μακρόστενο πάγκο, κρυμμένο απο τον καθένα περίεργο, όπως επέβαλλε η μυστικότητα σ’αυτές τις περιπτώσεις.
Ειχε και βοηθούς ο μάστορας, δυο-τρία ντόπια παιδιά γιατί χρειάζονταν και άλλα χέρια στη δουλειά για να κρατάνε τις διάφορες φιγούρες και να συντονίζουν τις κινήσεις τους πίσω από την οθόνη,σύμφωνα με τις υποδείξεις του καλλιτέχνη. Αυτός, όλη την ώρα της παράστασης κρατούσε με το ένα και το άλλο του χέρι τις δύο φιγούρες με τους κεντρικούς ήρωες Ενώ οι βοηθοί του είχαν τα δευτερεύοντα πρόσωπα στην ευθύνη τους.

Ηταν, εξ όσων θυμάμαι, καλός καραγκιοζοπαίχτης ο δικός μας ο Ρήγας που λέμε και είχε καλό όνομα ανάμεσα στους ομοτέχνους του της εποχής σύμφωνα με τις φήμες συμπολιτών μας που έρχονταν από την Αθήνα τότε και ήξεραν περισσότερα πράγματα από εμάς εδώ στην επαρχία. Αργότερα στα κατοπινά δηλαδή χρόνια θα μάθαινα πως ο ανώτερος όλων στην τέχνη του Καραγκιόζη ήταν ο Ευγένιος Σπαθάρης του οποίου οι παραστάσεις σώζονται στην τηλεόραση είτε μαγνητοφωνημένεςλέγετο και ένα άλλο όνομα, Μίμαρος αν δεν απατώμαι που καταγράφεται στην ιστορία των μεγάλων καλλιτεχνών στην τέχνη του Καραγκιόζη.

Αλλά και τούτος ο δικός μας ο Ρήγας που σας λέω, δεν πήγαινε πίσω. Ηταν βραδιές που οι θεατές ιδιαίτερα οι γυναίκες αναστέναζαν και δάκρυζαν από τα πάθη των ηρώων πάνω στην οθόνη του Καραγκιοζομπερντέ όπως λεγόταν η αυλαία του θεάτρου σκιών, οταν σούβλιζαν τον Αθανάσιο Διάκο ή τσάκιζαν τα κόκαλα του Κατσαντώνη. Αξέχαστες παραστάσεις αυτές προκειμένου για τα καλλιτεχνικά δρώμενα του τόπου μας την εποχή που μιλάμε. Κωμωδία και δράμα μαζί ήταν οι παραστάσεις του Καραγκιόζη.

Γιατί ο καραγκιόζης εκτός από διαχρονικός ζει δηλ. σε ολες τις εποχες στα μήκη και πλάτη όλου του χρόνου, είναι, θα λέγαμε και οικουμενικός. Τον είδαμε να πολεμάει τον φίδη παρέα με τον Μεγαλέξανδρο. Σε άλλα επεισόδια να τα βάζει πότε με τους Τούρκους και πότε με τους Γερμανούς στην κατοχή. Είναι παντός καιρού καθώς λέμε,ο Καραγκιόζης. Πάντα φτωχός και πεινασμένος που δεν μπορεί ποτέ να χορτάσει την πείνα. Αλλά και πατριώτης που δεν διστάζει όταν τον ζορίσουν, να τα βάλει με τον κάθε εχθρό άλλο που στο τέλος όταν  βλέπει τα σκούρα το βάζει σε ηρωική τρεχάλα.
Δίπλα του τον πλαισίωναν οι μόνιμοι σύντροφοί του ο μπαρμπα-Γιώργος ,ο Χατζηαβάτης και οι λοιποί που είπαμε. Ο καθένας τους αντιπροσώπευε και ένα χαρακτηριστικό τύπο εποχής εκεί κάπου στην τουρκοκρατία. Γι αυτό το σκηνικό απεικόνιζε τη σχετική ατμόσφαιρα της σκλαβωμένης Ελλάδας με μόνιμο ντεκόρ την ετοιμόρροπη καλύβα του Καραγκιόζη από το ένα άκρο αριστερά της οθόνης από που έβγαιναν ως επί το πλείστον οι ελληνικής καταγωγής ήρωες της υπόθεσης. Στην άλλη άκρη δεξιά ήταν το σαράι, ψηλό και αρχοντικό από πού έκαναν την είσοδό τους οι Τούρκοι.
Ήταν και άλλοι Ήρωες στο καστ, να πούμε, η γυναίκα του Καραγκιόζη Αγλαΐα, η θεια Αστραπούλα καθώς και άλλα πρόσωπα που συμπλήρωναν το αναγκαίο κάθε φορά προσωπικό της υπόθεσης.
Ξεχωριστή παρουσία αποτελούσαν τα τέσσερα παιδιά του Καραγκιόζη τα κολλητήρια που απάρτιζαν το λεγόμενο <<ξυπόλητο Τάγμα>> και που σε μόνιμη βάση στην αρχή κάθε παράστασης έβγαιναν στο πανί σε παράταξη το ένα πίσω από το άλλο με τον πατέρα τους τον Καραγκιόζη αρχηγό. Να τα διατάζει αυτός και να τους κάνει διάφορες ερωτήσεις να δοκιμάσει την εξυπνάδα τους και οι θεατές κάτω να ξεσπούν σε γέλια με τις ευρηματικές έξυπνες απαντήσεις από τα κολλητήρια τον Μηριγκόκο(πού να θυμάται κανείς πώς γράφεται το όνομα), τον Χαλδούπη, αναφέρω δύο από αυτά. Το οποίο δηλ. προηγούνταν στην παράσταση πάντα ο Καραγκιόζης με τα Κολλητήρια στο εναρκτήριο σκετς, να γελάσει ο κόσμος, ώσπου ο Καραγκιόζης ανακοίνωνε με επίσημο αλλά και κωμικό τρόπο τον τίτλο της παράστασης που ακολουθούσε.
<<Και τώρα, αγαπητοί μου θεατές, αρχίζει η παράσταση <<ο Καραγκιόζης φούρναρης>>( η γιατρός, η αστροναύτης, ότι βάζει ο νους του καθένα )με την αφεντομουτσουνάρα μου γιατρό, φούρναρη κλπ.
<<θα φάμε, θα πιούμε, και νηστικοί θα κοιμηθούμε>>ήταν ο κλασικός πρόλογος σε κάθε παράσταση του θεάτρου Σκιών εκείνα τα χρόνια.
Τι σας έλεγα από την αρχή; Τα ξέρω απέξω και ανακατωτά αυτά τα πράγματα που αφορούν τον Καραγκιόζη. Τόσο με έχει εμποτίσει αυτή η ιστορία εμένα, αλλά και όλους μας τότε,μικρούς και μεγάλους, έναν ολόκληρο λαό. Με τον Καραγκιόζη διασκεδάζαμε, διδασκόμασταν και γαλουχούμασταν ολόκληρες γενιές από πατέρα σε παιδί κ.ο.κ.

Ήταν ο Καραγκιόζης υπαρκτό πρόσωπο ,ιστορικό καθώς λέμε, που έζησε σε κάποια εποχή; Οχι, είναι η απάντηση. Ο λαός είναι εκείνος που τον έπλασε <<κατ εικονα και ομοιωση του>>. Όπως ο λογοτέχνης δημιουργεί στα ιστορήματα του τους δικούς του ήρωες μέσα στους διαλογισμούς του, ίδια και ο λαός πλάθει τους δικούς του ήρωες με τη φαντασία και την αλάνθαστη κρίση του, τι σφυρηλατημένη από τον καιρό και τη βιωμένη σοφία του.

Εδώ ο Καραγκιόζης είναι ο ίδιος ο Ελληνικός λαός σε μία ρεαλιστική του απεικόνιση, κωμική και συνάμα δραματική. Εκεί που σε κάνει να γελάς με τις γκάφες του, σε συγκινεί και σε εκπλήσσει ευχάριστα με την ευρηματικότητα και τον πατριωτισμό του. Είναι ο μέσος Έλληνας όλων των εποχών που άντεξε την πείνα και την φτώχεια,που σαρκάζει τον ίδιο  τον εαυτό του, που δείχνει φοβιτσιάρης αλλά στις δύσκολες στιγμές είναι παλικάρι. Παρόμοια όπως ο Ελληνικός λαός που επέζησε μέσα από τόσες εθνικές περιπέτειες και δυστυχίες.

Να πούμε και τούτο. Η καταγωγή του Καραγκιόζη ως χάρτινη φιγούρα έχει τις ρίζες της στην Τουρκική παράδοση, οπως άλλωστε δηλώνει το όνομά του (Καραγκιόζης: αυτός που έχει μαύρα μάτια). Γρήγορα όμως απομακρύνθηκε και από μία κακότροπη καρικατούρα ανατολίτικης κακογουστιάς και πολιτογραφήθηκε Έλληνας με όλα τα γνήσια ψυχικά χαρακτηριστικά της φυλής μας, την ανθρωπιά και την ιδιαίτερη αίσθηση του χιούμορ, που βγάζει γέλιο αλλά και φρόνηματίζει.

Αυτά με τον Καραγκιόζη. Η παράσταση, η ιστοριούλα μας εδώ έλαβε τέλος όπως θα έλεγε υποκλινόμενος ο παλιός, ο αγαπημένος μας τα παλιά τα χρόνια τότε χάρτινος ήρωας από σκηνής. Τον έφαγε και αυτόν τελικά η μαρμάγκα, ο αδυσώπητος, ο πανδαμάτωρ χρόνος. Και να ήθελε ο κόσμος να τον κρατήσει να τον βλέπει και να γελάει με το πηγαίο του χιούμορ αυτό δεν μπορούσε να γίνει. Για όλα και για τα πιο ευχάριστα, τα πιο ωραία, υπάρχει ένα τέλος. Κρατάνε όσο κρατάνεολύ ή λίγο, και ύστερα τελειώνουν. Επέρχεται ο κορεσμός. Είναι νόμος στη ζωή. Σε κάποιες περιπτώσεις μιλάμε για μόδα, ιδιαίτερα σε όσα έχουν να κάνουν με τις συλλογικές προτιμήσεις, το ντύσιμο, το χτένισμα, το είδος ψυχαγωγίας κλπ.
Εδώ είμαστε, στο τελευταίο, την ψυχαγωγία, το είδος της διασκέδασης που κάθε φορά αλλάζει. Είδες τι βάθος έχει στο περιεχόμενο της η λέξη αλλαγή, μία κατά τα άλλα απλή λεξούλα στον καθημερινό μας λόγο; Το χουν πιάσει το νόημα οι διάφοροι κατά τομείς εξπερ, οι μετρ της μόδας για παράδειγμα, και όλο μας σερβίρουν καινούργια πρότυπα, νέα μοντέλα. Βιομηχανίες ολόκληρες έχουν επενδύσει πάνω σε αυτά τα ψυχολογικά και κοινωνικά δεδομένα.
Ο φτωχός μας ο Καραγκιόζης εδώ, πώς θα μπορούσε να αντέξει στον αδυσώπητο νόμο της φθοράς έτσι ρακένδυτος και φτωχούλης που ήταν. Τον πήρε και αυτόν το ρέμα. Ωστόσο σε πείσμα του χρόνου, αν δεν παίζεται σήμερα ο Καραγκιόζης, έχει περάσει στο πάνθεο των έτσι ή αλλιώς αθανάτων μορφών λαϊκής ψυχαγώγησης αλλά και σοφής χειραγώγησης. Και δεν το λέω από ρομαντισμό ή από νοσταλγία.
Μιλτιάδης Δ. Κωστάκος
Απρίλης 2018

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

"Θεέ μου, τι ηλίθια που τέλειωσαν όλα
νεανικά όνειρα που δεν πραγματοποιήθηκαν και μας ακολουθούν
χρόνια που θα πεθάνουν μαζί μας
κι άλλοτε μια παράξενη αίσθηση ότι έχω ξαναζήσει, θυμάμαι
πράγματα που δεν έγιναν ποτέ, αναγνωρίζω δρόμους που δεν
έχω ξαναπεράσει
είναι περίεργο αλλά οι άνθρωποι έχουν την ακλόνητη βεβαιότητα
πως ο ήλιος θα βγει και τ’ άλλο πρωί
είναι τόσο ωραίο που το συμμεριζόμαστε όλοι μας"
Τ. Λειβαδίτης