ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

48.Κάποτε στην Παλιά Φιλιππιάδα.


Ακούσματα και θεάματα του παλιού καιρού. 
 του Μιλτιάδη.Δ.Κωστάκου  

α) Οι βιολιτζήδες
 <<Ήρθαν οι βιολιτζήδες>>! Έτσι λέγαμε τότε σχεδόν αναφωνωντας όταν βλέπαμε τους συμπαθείς οργανοπαίχτες μία παρέα από τρία συνήθως άτομα να κατεβαίνουν ένας-ένας από το ταξί που είχαν νοικιάσει. Με το που πλήρωναν το αγώι έπαιρναν ο καθένας τους τον εξοπλισμό του, τα μουσικά τους όργανα, το κλαρίνο απαραιτήτως - ως γνωστόν είναι το πιο βασικό όργανο στα δημοτικά μας τραγούδια όπως το μπουζούκι στα λαϊκά-το βιολί αυτό έρχεται αξιολογικά αμέσως μετά και μία κιθάρα με το ντέφι. Σύνολο μία μικρή κομπανία ολιγάριθμη ειδικά για την περίσταση μιας και προορίζονταν να παίξουν στα γιορτάσια και στα λιγοστά ενα δύο το πολύ καφενεία, δηλαδή μπροστά σε κατ ανάγκη περιορισμένο κατά την περίσταση φιλοθέαμον κοινό. Οτι αρπάξουν εις χρήμα εδώ και εκεί. Και αυτό λόγο που ήταν χρονιάρες οι μέρες που μας επισκέπτονταν οι βιολιτζήδες και ο κόσμος ήταν σε σχόλη. Αλλο στις μεγάλες γιορτές με τα πανηγύρια στις δόξες τους που οι άνθρωποι συρρέουν εθιμοτυπικά με σκοπό να το ξενυχτήσουν διασκεδάζοντας μέχρι πρωίας. Πόσες τέτοιες μεγάλες γιορτές έχει ο χρόνος; Αυτές είναι όλες κι όλες οι πιο γόνιμες και αποδοτικές μέρες για τους μουσικούς καλλιτέχνες. Τον υπόλοιπο καιρό τεμπελιάζουν και λιάζονται στο καφενείο. Γιατί μπορεί η μουσική να είναι μία σπουδαία τέχνη έρχεται όμως δεύτερη πίσω από την Ανάγκη η οποία προηγείται ακριβώς λόγω… ανάγκης. <<Πρίμο μαντζάρε>> λένε οι Ιταλοί. Πρώτα το φαγητό και ύστερα όλα τα άλλα. Για αυτό οι μουσικοί τον περισσότερο καιρό έχουν κεσάτια αναδουλειές. Ιδιαίτερα σε περιόδους μεγάλης φτώχειας. Οπότε καλλιτέχνες του είδους παίρνουν το δρόμο για τα πανηγύρια για τις γιορτές κάνοντας εξ ανάγκης έκπτωση στις απαιτήσεις τους. Όθεν και το λεγόμενο <<ήρθαν στα χωριά οι οργανοπαίχτες και οι αρκούδες με το ζουρνά ως αξιοθέατα Άρα έπεσε πείνα μεγάλη>>.

Τέλος πάντων τα λέμε αυτά προλογικά για να πάρουμε μία εικόνα του παλιού καιρού Τότε που η πείνα ήταν σήμα κατατεθέν σε όλες τις εκδηλώσεις του κοινωνικού βίου.
Τα ξέραμε αυτά τα πράγματα παιδιά εμείς τότελλά δεν τα εννοούσαμε σε βάθος. Τα παιδιά λειτουργούν με τις εικόνες όχι με την κρίση. Τουτέστιν με τους βιολιτζήδες κάναμε χάζι. Μας άρεγαν οι άνθρωποιιατί η παρουσία τους σήμαινε τραγούδι και διασκέδαση. Ο ερχομός τους ήταν ένα σημαντικό γεγονός, όχι μόνο για τα παιδιά αλλά και για τους μεγάλους. Μπορεί πιο σημαντικό για αυτούς.
Βιολιά δεν έβλεπες κάθε μέρα τον καιρό εκείνο. Η φτώχεια και η μιζέρια στεγνώναν τα χείλη. Περίμενες μία γιορτή, ένα πανηγύρι να χαρείς λίγο. Οι βιολιτζήδες είχαν την τέχνη τους, τη θεϊκή τέχνη, να σε διασκεδάζουν και να σε κάνουν να ξεχνάς τις στεναχώριες και τα βάσανα. Είπαμε, φτώχεια μεγάλη και απελπισία. Είναι θηρίο η ζωή και δεν παλεύεται. Οι βιολιτζήδες το ξεραν αυτό, το ζούσαν Άλλωστε οι ίδιοι στο πετσί τουςτωχοί άνθρωποι ήταν, πάμφτωχοι, που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα πλην από ένα κλαρίνο, ένα βιολί και την τέχνη τους.
Έπεφτε πείνα; Άλλη απαντοχή δεν είχαν. Δεν τους ταίριαζαν τα άλλα επαγγέλματα, καθώς ήταν άμαθοι και τους έπεφταν βαριά. Και είχαν επιπλέον να θρέψουν τις φαμίλιες τους. Η μοίρα τους ήταν στενά συνδεδεμένη με το μουσικό τους όργανο. Έπαιρναν το λοιπόν τους δρόμους τις χρονιάρες μέρες και ότι μαζέψουν στα καφενεία και στα γιορτάσια. Καταλαβαίνετε την ψυχολογία τους. Από την ανάγκη τους. Επάγγελμα μουσικός, οργανοπαίχτης. Δηλαδή ένα είδος αξιοπρεπούς επαιτείας, ζητιανιάς.<<οτι προαιρείσθε>>, ότι θέλετε να μας δώσετε, δραχμή δραχμή, πενηνταράκι πενηνταράκι. Η και τιποτε. Πάλι<<ευχαριστούμε>>θα έλεγαν. Ανάμεσα στα άλλα μπορεί να κατάπιναν και τίποτε προσβλητικές εκφράσεις, ταπεινωτικούς χαρακτηρισμούς από οξύθυμους είτε μεθυσμένους πελάτες. Συνηθισμένη κατάσταση. Έπρεπε όλα να τα καταπίνουν και να τα αντιπαρέρχονται μάλιστα με το χαμόγελο. <<Ότι πεις κουμπάρε>> οι συνήθεις για την περίσταση προσφώνηση που κολλάει σε όλα.

Αυτοί ήταν, δηλ είναι, οι βιολιτζήδες όλων των καιρών διαχρονικά. Μην κοιτάτε τους κορυφαίους σήμερα μουσικούς στα σύγχρονα πάλκα των μουσικών κέντρων με τις παχυλές αμοιβές. Είναι τόσο λίγοι που μόνο ως εξαιρέσεις αναφέρονται ανάμεσα στις χιλιάδες των ομοτέχνων τους που κυριολεκτικά πένονται, τραβάνε δηλ καθημερινά οικονομικά ζόρια. Ιδιαίτερα είπαμε σε περιόδους γενικότερης οικονομικής κρίσης.

Κατέβαιναν που λέτε οι βιολιτζήδες μας (το <<μας>> δείχνει το βαθμό οικειότητας και αποδοχής πλέον ανάμεσά μας τότε) και γραμμή για το πρώτο καφενείο. Χωρίς πολλά-πολλά και συστάσεις η και χωρίς να πάρουν την άδεια μετά το <<Καλημέρα και χρόνια σας πολλά>> το κλαρίνο πρωτο άρχισε να παίζει. Ηχος δυνατός παράταιρος για το ακατάλληλο της ώρας εκεί στις 11 το πρωί που οι θαμώνες δεν είχαν αποτελειώσει τον πρωινό τους καφέ να διώξουν δηλαδή το μαχμουρλίκι τους από το βραδινό ακόμα ύπνο το κλαρίνο προκλητικά σχεδόν με θράσος τρύπαγε για τα αυτιά σου αποσπώντας σε από την κουβέντα και από κάθε άλλη σκέψη. Αυτό ως πρώτη αίσθηση και ως πρώτη αντίδραση. Γιατί λίγο μετά από το πρώτο ξάφνιασμα το λόγο έπαιρνε η μελωδία και τότε μία γλύκα περιχύνονταν απολαυστικά μέσα στους αρμούς του σώματος που όχι μόνο σε ξύπναγε αλλά και σε συμπαρέσυρε σε ρυθμούς λικνιστικούς τώρα, που σε καλούσα να σηκωθείς και να σύρεις ενα δυο χορους. Κι όταν ύστερα από το σόλο έπαιζε<<ο Σελημπέης>>, <<της Παπαδιας>> και <<τα κλαματα>> ε τότε ποια δεν κρατιοσουν φώναζες<<κερνά τα παιδιά (τους οργανοπαίχτες) και από κει και πέρα παραδινόσουν στη μαγεία της μουσικής. Μέθαγες προτού πιεις ένα ποτήρι. Χαλάλι τους, έλεγες το τάλιρο και το δεκάρικο. Οι βιολιτζήδες από τη μεριά τους ενόσω έπαιζαν δεν έπαυαν να παρατηρούν ολόγυρα τα πρόσωπα να δουν και να ανιχνεύσουν πόσα γράδα ανέβηκε το κέφι των θαμώνων. Είχε τη σημασία του αυτό, όχι τόσο για την επαγγελματική δικαίωσή του ταλέντου τους, οσο για το ύψος του φιλοδωρήματος μέσα στο ντέφι που δίκην δίσκου σε έρανο θα περιφερόταν στο τέλος από τραπέζι σε τραπέζι. Περισσότερο κέφι περισσότερα χρήματα η συγκομιδή. Τότε λες ευχαριστημένος << Αποστολή εξετελέσθη>> και δρόμο τώρα για τα σπίτια που γιόρταζαν. Επιλεγμένοι στόχοι. Θα πήγαιναν σε αυτούς που είχαν τον τρόπο και πλήρωναν, ήταν και γλεντζέδες.
Το πρόγραμμα εκεί εκτός από λεφτά είχε και καλό φαΐ καθώς οι βιολιτζήδες μας ήταν στο ποδάρι από τα χαράματα φευγάτοι από τα σπίτια τους.

Αυτά γίνονταν τον παλιό καιρό με τους βιολιτζήδες. Αν τους επέλεξα στη θεματογραφία μου, το έκανα γιατί θεώρησα πως έχουν δικαιωματικά μία θέση στην τοιχογραφία εποχής που εδώ και κάμποσο καιρό προσπαθώ να φιλοτεχνήσω. Και δεν πρέπει αυτοι να λείψουν. Και για έναν ακόμα πρόσθετο λόγο. Οι άνθρωποι αυτοί, καλλιτέχνες πώς να το κάνουμε, συνεχίζουν μία παράδοση αιώνων θα έλεγα. Ήταν πρώτα οι αρχαίοι αοιδοί και ραψωδοί στα Ομηρικά χρόνια, τέτοιοι πλανόδιοι μουσικοί ήταν και αυτοι. Ύστερα ακολούθησαν τους ίδιους δρόμους οι τροβαδούροι του Μεσαίωνα και τώρα οι δικοί μας οι βιολιτζήδες. Παγκόσμια πανανθρώπινα σύμβολα θεράποντες μιας υψηλής τέχνης όπως είναι η μουσική. Το λιγότερο που έχουμε χρέος για αυτούς να κάνουμε είναι τουλάχιστον να μην τους καταφρονέσουμε.

Β) οι μπεχλιβάνηδες
Η λέξη έχει προφανώς ταπεινωτική, μειωτική σημασία, αν δεν έχει κιόλας ξεχαστεί. Την ανασύρω για αυτό το λόγο εγώ από το χρονοντούλαπο της ιστορίας από το σεντούκι και εκείνο του παλιού καιρού που φυλάσσονταν τα αντικείμενα αξίας Ιερά κειμήλια και τιμαλφή.
Μπεχλιβάνηδες στη δική μας τότε ορολογία ήταν οι διάφοροι παλαιστές και ακροβάτες λαϊκού τύπου, που τον καιρό που ήμουν παιδί, μας επισκέπτονταν και έδιναν παραστάσεις στην κεντρική πλατεία της πόλης μας. Έναντι αμοιβής ερανικής στο πιατάκι του τύπου<<οτι προαιρείσθε κύριοι>>. Τους θυμάμαι τους ανθρώπους εκείνους και νιώθω να με διακατέχει ένα είδος παιδικού θαυμασμού και μία συγκίνηση. Από οίκτο ή δεν ξέρω τι άλλο να πω. Παλιός παιδικός θαυμασμός για τους σωματαράδες και μπρατσαράδες εκείνου του καιρού με τα μεγάλα λέει κατορθώματα σε μεσογειακό και σε διεθνές επίπεδο. Στις αποσκευές τους μαζί με τα άλλα κουβαλούσαν και τα τεκμήρια της φήμης για την αξιοσύνη τους, διακρίσεις και ζώνες ακόμα και αποκόμματα παλιά από εφημερίδες εποχής με φωτογραφίες τους σε στιγμές θριάμβων. Μας τα έδειχναν ενα ενα παίρνοντας ένα γύρο από μπροστά μας. Ποτέ να παλεύουμε όνομα στους ξένους αντιπάλους τους, ποτέ να σέρνουν με τα δόντια τους ολόκληρο φορτηγό αυτοκίνητο δεμένο στην τριχιά και γύρω οι θεατές να παρακολουθούν έκθαμβοι. Ή πάλι, εικόνες με τους ίδιους να πνίγονται στις αγκαλιές του παραληρούντος πληθους, νικητές και τροπαιούχοι. Ήταν οι καινούργιοι ήρωες και ημίθεοι που δόξασαν την πατρίδα μας στα πέρατα της οικουμένης από Άφρικα, Αίγυπτο και Τυνησία, ως πέρα την Αμέρικα στους ομογενείς μας. Αισθανόσουν δεος και εθνική υπερηφάνεια να βλέπεις εκεί μπροστά σου τέτοιους ζωντανούς θρύλους.

<<Νους υγιής εν σώματι υγιεί>> σου έλεγαν και εσύ τους έβλεπες ζωντανά πρότυπα μπροστά σου με τα γεροδεμένα όλο μυς κορμιά τους. Σπανιζαν τοτε δεκαετία του 50 τα γεροδεμένα και γυμνασμένα κορμιά που λέμε. Η ξεροφαγιά και η πείνα δεν σμίλευαν τέτοια σωμαικά πρότυπα όπως για παράδειγμα τα σημερινά εργαστήρια με τα μποντι-μπιλντινγκ ,πώς τα λένε. Εμείς τότε είχαμε ακουστά για τον Παναγή Κουταλιανό, τον Τζιμη Λόντο, πατριωτάκια μας που μας έκαναν υπερήφανους ως Έλληνες ανά την υφήλιο. Ήταν και ο αμερικανικός κινηματογράφος τότε με τις ταινίες μασίστα όπου δηλαδή πρόβαλαν ηθοποιούς με μεγάλη σωματική διάπλαση και δύναμη. Τότε ήταν πρότυπο ο Στιβ Ριβς, ηθοποιός ,θυμάμαι το όνομά του. Σήμερα είναι ο Σβαρτζενέγκερ.
Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα επόμενο ήταν να έχουν τότε μεγάλη απήχηση και να τραβάνε πολύ κόσμο οι παλαιστές,οι μπεχλιβάνηδες  του είδους που λέμε και μαζί με αυτούς μας επισκεπτόταν και άλλοι συνάδελφοί τους ας τους πούμε έτσι από το χώρο των θεαμάτων, ακροβάτες, σαλτιμπάγκοι και ταχυδακτυλουργοί.
Όλοι τους για να δείξουν, να επιδείξουν την τέχνη τους, να αποσπάσουν τα χειροκροτήματα και τον θαυμασμό μας. Πάνω από όλα λέω τώρα εγώ με την πείρα της ηλικίας μου, να κονομήσουν λίγα χρήματα καθώς η τέχνη και η δύναμή τους θεωρούνταν πια ξεπερασμένες αξίες και η Αθήνα κορεσμένη από τέτοια θεάματα έδιωχνε τους ήρωες και τους καλλιτέχνες του είδους που είπαμε και αναζητούσε άλλα πρότυπα. Μοιραία, δεν απόμεινε για αυτούς τους μασιστες και σαλτιμπάγκους, παρά η επαρχία. Οσο να κορεστεί και αυτή και να τους αποδιώξει οριστικά από το προσκήνιο και να περάσουν έτσι στην ιστορία.

Είδα πριν λίγο καιρό στην τηλεόραση, ποιον λέτε; Τον Τζιμ Αρμάο ρε, τον μασιστα των παιδικών μου χρόνων τον είχα δει και παρακολουθήσει στα νούμερα του εδώ στην κεντρική πλατεία, στον πλάτανο του Ντόβα που λέμε. Βέβαια θυμάμαι πως τράβηξε με τα δόντια του μία κούρσα ολόκληρη από την τριχιά, ένα ταξί από τα παλιά μεγάλο και βαρύ όλο λαμαρίνα και σίδερο και τοσερνε  σουλάτσα καμιά δεκαριά μέτρα καταμεσής στην πλατεία.
Τι άντρακλας και εκεινος ρε παιδιά. Τέτοια μούσκουλα στο κορμί του σαν από γρανίτη θεριό ανήμερο. Γενειοφόρος και γυμνός με το μαγιό του φάνταζε σαν τον Ηρακλή τον ημίθεο της μυθολογίας μας. Ρε συ,ο Τζιμ Αρμάος πού στο τελευταίο του νούμερο ήταν συγκλονιστικός. Είχε γονατίσει κάτω θυμάμαι στο τσιμέντο στην πλατεία και πάνω στο κεφάλι του κράταγε με τα δυο του χέρια μία πέτρα μεγάλη, μία πλάκα ολόκληρη πάχους 5-6 εκατοστών.
Είχε βάλει μόνο στο κεφάλι του προστατευτικά μία πετσέτα τίποτα άλλο. Στη συνέχεια όρθιος από πάνω του στέκονταν ένας συμπολίτης μας που τον είχε διαλέξει ο ίδιος ο αθλητής από το πλήθος και αυτός κρατούσε στα χέρια του μία σιδερένια βαριά. Με το που έδωσε το σύνθημα από κάτω αρχίσε η βαριά να κοπανάει την πέτρα δηλ το κεφάλι από κάτω. Ενα, δυο, τεσσερα και πεντε χτυπήματα μέχρι που έσπασε κομμάτια η πλάκα, η πέτρα, κάτω. Θυμάμαι στο διάστημα που η βαριά ανεβοκατέβαινε στο κεφάλι το κορμί από κάτω συγκλονιζόταν και σειόταν τρικυμίζοντας από τα ισχυρά χτυπήματα. Ο κόσμος γύρω παρακολουθούσε με κομμένη την ανάσα. Το θέαμα παραήταν σκληρό και βάρβαρο. Όταν κάποτε τελείωσε το νούμερο και σηκώθηκε όρθιος ο αθλητής είδαμε το πρόσωπο του γεμάτο αίματα. Στιγμές άσχημες και δυσάρεστες. Να βράσω και το νούμερο και τη δόξα. Πέρασε από το νου μου η σκέψη.
Να μην τα πολυλογώ βγήκε στο τέλος ο αθλητής για έρανο και ο κόσμος τον χειροκροτούσε παρατεταμένα με εμφανή τη συγκίνηση. Εκείνος με ματωμένο πρόσωπο και κεφάλι σε όλο αυτό το διάστημα που κράτησε η γύρα δεν έπαυε να μας ευχαριστεί κάνοντας συνεχείς υποκλίσεις. Και δεν ήξερες γιατί τον χειροκρόταγες, για το κατόρθωμά του αυτό καθαυτό ή από οίκτο για τη φοβερή δοκιμασία του. Τον κοίταγα στην οθόνη της τηλεόρασης και τρόμαξα να τον αναγνωρίσω. Να πιστέψω δηλαδή πως εκείνο το αξιολύπητο γεροντάκι που έβλεπα ήταν εκείνο το θεριό, ο μασίστας των παιδικών μου χρόνων, που τόσο με είχε εντυπωσιάσει με την ακατάβλητη δύναμη του. Μου θύμισε κάτι γηραλέα λιοντάρια που ο φακός τα συνέλαβε να σέρνονται και να ψοφολογάνε στα τελευταία τους, λιπόσαρκα και ασθενικά, σκιές του εαυτού τους και μόνο η επιβλητική τους χαίτη να θυμίζει τα περασμένα τους μεγαλεία. Παρόμοια με τη γενειάδα και τα πλούσια μαλλιά του, πλην όμως άχαρα γκριζαρισμένα να πλαισιώνουν το ρυτιδιασμένο ρουφηγμένο πρόσωπό του, έστεκε απέναντί μου ο παλιός Τζιμ Αρμάος στην τελευταία του παράσταση. Πόσο όμως διαφορετική από εκείνες των παλιών καλών ημερών που ο κόσμος τον θαύμαζε και τον χειροκροτούσε.

Ακούστε και τι είπε σ’εκείνη τη συνέντευξη που του πήρε μία δημοσιογράφος << Εμένα, που με βλέπετε τώρα μπροστά σας γέροντα και ανήμπορο με αποζητούσαν στα τραπέζια τους βασιλιάδες και ηγεμόνες από όλο τον κόσμο. Εγώ που δόξασα την πατρίδα μας με τα κατορθώματά μου, σήμερα δεν έχω λεφτά ούτε για να φάω ούτε για να πληρώσω τα φάρμακα μου. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει από τους πόνους, υποφέρω από τούτο από εκείνο από το άλλο. Ζήτησα μία μικρή σύνταξη να μπορέσω να ζήσω και με πέταξαν από τα γραφεία που πήγα. Εμένα που αγωνίστηκα όσο κανείς άλλος για την πατρίδα. Δεν είχα μου είπαν τα απαραίτητα ένσημα. Ορίστε Τα δικά μου ένσημα>>. Και αράδιασε πάνω στο τραπέζι σωρό τους τίτλους, ζώνες και αναμνηστικά Αντικείμενα και διπλώματα ως και αποκόμματα παλιά εφημερίδων με φωτογραφίες και ευμενή σχόλια>>.

Τον κοίταζα και λυπόμουν για το δράμα του ανθρώπου. Καημένε μου Τζιμ Αρμάο, ολα αυτα που λες είναι αλήθεια και έχεις κάθε δίκιο να παραπονιέσαι και να διαμαρτύρεσαι. Εκείνο όμως το <<νους υγιής εν σώματι υγιεί>> τι ήθελες και το λεγες σε κάθε σου παράσταση τότε. Για το << εν σώματι υγιεί>>> ποσώς δεν αμφιβάλλω,οντως ήταν γερό το κορμί σου. Για το άλλο όμως, το <<νους υγιής>> εδώ υπήρχε πρόβλημα. Αγνός και άδολος, ναι, ήσουν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Φοβάμαι όμως πως δεν ήξερες, δεν κατάλαβες κάποια άλλα πράγματα. Πως στη ζωή για παράδειγμα προκόβουν οι αετονύχηδες και οι πονηροί. Είπα και άλλα από μέσα μου, εσείς τα καταλαβαίνετε τώρα.
Μόνο φίλος μου ο Τζίμ Αρμάος μία ζωή δεν μπόρεσε να τα καταλάβει. Γι αυτό και έμεινε στην απέξω. Τέλος πάντων, αυτά έχει η ζωή. Όπως και να χει το πράγμα, οι βιολιτζήδες και οι μπεχλιβάνηδες που πιο πάνω σας έλεγα, σφράγισαν και χαρακτήρισαν με την παρουσία τους μία ολόκληρη εποχή. Άφησαν όμως και το αποτύπωμά τους στις γενιές κάποιων ανθρώπων, φυσικά και σε μένα το ίδιο.
Για αυτό και τα γράφω αυτά τα πράγματα. Για εκείνους που τα έπραξαν, για εμάς που τα ζήσαμε αλλά και για εσάς που τα διαβάζετε. Ιδιαίτερα για τους νεότερους.
Απρίλης 2018
Μιλτιάδης Δ Κωστάκος


1 σχόλιο:

ΒΑΣΙΛΗΣ είπε...

Καλό ταξίδι στους πελαργούς μας.