ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

24.Κάποτε στην Παλιά Φιλιππιάδα.

του Μιλτιάδη Δ.Κωστάκου
Ξεπαστρεμός στα καστραβέτσια.


Αρέσουν σε όλους οι ιστοριούλες του παλιού καιρού.Του παλιού καλού καιρού,όπως συνηθίζουμε να λέμε,όταν αναφερόμαστε εμείς οι παλιοί στα παλιά,τα παιδικά μας χρόνια.
Να μη σας κουράζω με προλόγους, μπαίνω κατευθείαν στο θέμα.
Τον παλιό καλό καιρό,λοιπόν,δύο φιλαράκια,συνομίληκοιτου Δημοτικού,γειτονόπουλα,περπατούσαν στον κάμπο,εκεί στην Παλιά Φιλιππιάδα και ταυτόχρονα εξερευνούσαν τον χώρο ολόγυρα.Οχι πως ήταν ηπρώτη φορά που πήγαιναν στον κάμπο.Η εξερεύνηση που έκαναν οφείλονταν στο αρχέγονο συναίσθημα,ένστικτο λέγεται,εκείνο που σπρώχνει τον άνθρωπο κάθε ηλικίας να γνωρίσει από κοντά τη φύση και,βέβαια να επωφεληθεί και να ψάξει για τίποτε καρπούς και φρούτα κάτω στη γη και στα δέντρα ψηλά.Κατάλοιπο από την πρωτόγονη ζωή στο συλλεκτικό της στάδιο,όταν οι μακρινοί μας πρόγονοι μάζευαν καρπούς από τα δέντρα και κυνηγούσαν ζώα,για να χορτάσουν την πείνα τους.Μη σας φαίνεται παράξενο,από εκεί ξεκίνησε η ιστορία του ανθρώπου πάνω στη γη ως τις μέρες μας και συνεχίζεται με τις διάφορες εκδοχές της.
Οι δυο φίλοι που σας έλεγα,ο ένας τους ήταν ο μικρότερος αδερφός μου,ίδιοι με τα ζωάκια του κάμπου ερευνούσαν τη βλάστηση γύρω μπας και ανακαλύψουν κανένα φρούτο η καρπό που είτανε ξεχασμένο πάνω σε κάνα δέντρο.Λέμε <<ξεχασμένο>> γιατί την ίδια δουλειά έκαναν τότε όλα τα παιδιά του χωριού,που κάθε μέρα τριγυρνούσαν στον κάμπο για τους ίδιους λόγους.Καλοκαίρι ήταν και έπρεπε πρώτοι να προλάβουν το γίνωμα των καρπών,γιατί κάποιοι άλλοι ανταγωνιστές τους πιο σβέλτοι,θα γεύονταν πρώτοι τη λεία.Καταλαβαίνετε τώρα τι γινόταν στον κάμπο κάθε μέρα.Σωστό πανηγύρι.
Ο κάμπος εκείνη την εποχή,έχει απ όλα.Σύκα αγριοστάφυλα,κυδώνια,ρόιδα,καρύδια και άλλα πολλά.
Σωστό μανάβικο στη φύση,δωρεάν για τα παιδιά.
Ηταν και άλλα φρούτα και καρποί αλλά που ανήκαν στην ιδιοκτησία.Εκεί τα πράγματα αλλάζαν.Απαγορεύονταν στον καθένα να μπει στο περιβόλι,στους μπαξέδες,και να κόψει φρούτα.Ηταν ο ιδιοκτήτης καιο αγροφύλακας,ο δραγάτης όπως λεγόταν τότε,που έκαναν αιφνιδιαστικούς ελέγχους προκειμένου να αποτρέψουν τους επίδοξους εισβολείς.Ο μύθος του απαγορευμένου καρπού σε μια άλλη εκδοχή από εκείνη του <<απαγορευμένου καρπού>>,που ίσχυε για τους Πρωτόπλαστους στον Παράδεισο.
Εδώ ήταν η ιδιοκτησία που ο νόμος απαγόρευε κάθε παραβίαση.Δεν το χε σε τίποτε ο ιδοκτήτης που συλλάμβανε κάποιο παιδί να του τις βρέξει η και ο αγροφύλακας να σε έσερνε στο δικαστήριο με τα κλοπιμαία φρούτα ως πειστήρια της ενοχής.
Αυτά τα πράγματα τα ήξεραν τα παιδιά και παρ όλα αυτά δεν ήταν λίγες οι φορές που αδιαφορούσαν για τις συνέπειες,έμπαιναν στα περιβόλια και άρπαζαν ότι προλάβαιναν.Από εκεί βγήκε ο παροιμιακός λόγος <<άρπαξε να φας,και κλεψε για να έχεις>>. 
Σε μια,λοιπόν,στροφή οι δυο φίλοι βρέθηκαν μπροστά σε ένα απροσδόκητο θέαμα.Απέναντι ακριβώς από ένα αρδευτικό μικρό αυλάκι,ποτιστή το λέγαμε,ήταν ένας μεγάλος κήπος,καταπράσινος με φασολιές και ντοματιές,πράσινες φυτικές στήλες στηριγμένες σε καλάμια και κάτω η γη στρωμένη με ένα καταπράσινο χαλί,όπου ήταν φυτεμένα πλήθος κάτι προφανώς ζαρζαβατικά,καρπούς πες,πεπονιές η τίποτε άλλο.Αυτές τις σκέψεις έκαναν τα δυο παιδιά.Πάντως σίγουρα κάτι καλό και τρωγούμενο ήταν.Γι αυτό για κάμποσα λεπτά έμειναν ακίνητοι και περιεργάζονταν την έκταση γύρω,να δουν μήπως εκεί κάπου ήταν και ο ιδιοκτήτης.Τίποτε.Κανένας δεν υπήρχε στο γύρο.
Σάλταραν,που λέτε,και με ένα πήδο πάνω από το μικρό αυλάκιβρέθηκαν στην απέναντι όχθη.Μπροστά τους σε λίγα μέτρα απόσταση απλώνονταν κουρέλι τα ζαρζαβατικά που είπαμε.Πρόσεξαν καλύτερα και είδαν ότι εκείνη η απλωσιά ήταν κατάφυτη από αγγουριές,που κάλυπταν μια μεγάλη απόσταση στενόμακρη μπροστά τους και τα αγγούρια ξεχώριζαν πλήθος ανάμεσα στις φυλλωσιές πράσινα και μακρουλά καθώς ήταν.
Καστραβέτσια τα λέγαμε τότε τα αγγούρια και τα φυτά,οι καστραβετσιές φύτρωνα κάτω στο έδαφος και όχι όπως σήμερα οι αγγουριές που είναι αναρριχώμενες σε καλάμια και κρεβατίνες.
Για την ιστορία να πούμε ότι ήταν διαφορετικά εκείνα τα καστραβέτσια από τα σημερινά αγγούρια ως προς τη γεύση.Εκείνα είχαν χαρακτηριστική έντονη γεύση και μυρωδιά,όταν τα έτρωγες,τόσο που μύριζαν ευχάριστα σε απόσταση δύο και τριών μέτρων.Τέτοια μυρωδιά και γεύση που την έχω ακόμα και σήμερα μέσα μου,αλλά όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις,γευστικές ας τις πούμε,αδυνατείς να τις περιγράψεις,ώστε να δώσεις στον άλλο να τις καταλάβει.Ενώ τα σημερινά αγγούρια,εγώ που ξέρω τη διαφορά,είναι σχεδόν άνοστα σε σύγκριση με τα παλιά.Μπορεί ετούτα να είναι τίποτα υβρίδια,από αυτά που προέρχονται από διάφορες γενετικές διασταυρώσειςστα επιστημονικά εργαστήρια, ποιος ξέρει.
Τη θυμάται και τη μολογάει και σήμερα, ύστερα από τόσα χρόνια, ο αδερφός μου την ιστορία εκείνη, στην οποία εκείνος ήταν ο ένας από τους δύο ήρωες.
Μεγάλο λαχείο για τα παιδιά. Ξέρεις τι είναι να ψάχνεις μέσα σε ένα ολόκληρο κάμπο και να σου μαυρίζει το μάτι ερευνώντας σπιθαμή προς σπιθαμή μέσα στις φυλλωσιές και τα βάτα να ξεχωρίσεις κάνα φρούτο, κάνα καρπό φαγώσιμο! Και εκεί που είσαι απογοητευμένος να πέσεις πάνω σε ένα πλήθος από δροσερά καστραβέτσια.
Όρμηξαν οι δυο φίλοι και σκύβοντας βάλθηκαν να κόψουν τους λαχταριστούς κάτω καρπούς. Δεν πρόλαβαν όμως, γιατί τους καθήλωσε στη στιγμή μια δυνατή φωνή, μια χουαξιά διαπεραστική, γυναικεία. Δε χρειαζόταν πολύ για να καταλάβουν. Είχαν γίνει αντιληπτοί και τώρα έπρεπε να φύγουν το γρηγορότερο. Αστραπή έκαναν μεταβολή, πήδησαν το χαντάκι με το νερό και χάθηκαν μέσα στις φυλλωσιές.
Τι είχε συμβεί. Ο κήπος εκεί ήταν μπροστά σε μεγάλη σχετικά απόσταση από το σπίτι, όπου έμειναν οι νοικοκυραίοι. Στη θέα παρεμβάλλονταν διάφορα δέντρα και έτσι οι δυο φίλοι δεν πρόσεξαν καλά την όλη εικόνα. Άλλωστε η προσοχή τους περιοριζόταν εύλογα στο χώρο γύρω από τις αγγουριές, το σπίτι όμως είχε και ένα κατώι και ήταν κάπως ψηλό με τα παράθυρα του ίδια με βίγλες κατόπτευαν κάτω τον κήπο και όσο να ’ναι η νοικοκυρά πού και πού έριχνε και καμιά ματιά από φόβο, μήπως της κλέψουν το βιος.
Έτσι είχαν τα πράγματα και οι δυο επίδοξοι κλέφτες πιάστηκαν στα πράσα, καθώς λέμε. Ή μάλλον πιάστηκαν στα αγγούρια, στα καστραβέτσια, για να κυριολεκτήσουμε.
Το χειρότερο ήταν που δεν είχαν προλάβει να δοκιμάσουν ούτε ένα καστραβέτσι. Αυτό σκέφτονταν την ώρα που σταμάτησαν στο φευγιό και έπαιρναν κάποιες ανάσες από τη λαχτάρα που πέρασαν. Ήταν σε ζώνη ασφαλείας και ο κίνδυνος είχε εκλείψει.
Από την άλλη μεριά η νοικοκυρά μετά τις πρώτες φωνές που έμπηξε κατέβηκε γρήγορα-γρήγορα να προλάβει να διώξει τους ξενομπάτες  πριν της κάνουν κακό.
Δεν έφτανε μόνο αυτό, παρά πήγε δίπλα στο αυλάκι από όπου είχαν φύγει τα παιδιά και συνέχιζε τις φωνές και τις κατάρες που συνηθίζονται σε παρόμοιες περιστάσεις, σε μια προσπάθεια να αποθαρρύνει τους πάρα λίγο κλέφτες, ώστε να μην ξανατολμήσουν στο μέλλον να επαναλάβουν το εγχείρημα. Τα παιδιά κρυμμένα σε μια μικρή απόσταση απέναντι άκουγαν τον εξάψαλμο, μη μπορώντας να κάνουν και τίποτε άλλο.
Οι φωνές ωστόσο συνεχίζονταν με αμείωτη ένταση και τότε τα παιδιά άναψαν. Επιτέλους τι θα έκαναν, το πολύ-πολύ να έτρωγαν από δυο-τρία καστραβέτσια ο καθένας. Παραπάνω δε μπορούσαν.
Η νοικοκυρά καμιά δεκαριά μέτρα μπροστά τους χάλαγε τον κόσμο με τις φωνές.
Δεν πήγαινε άλλο. Καλά, είπαν τα παιδιά μεταξύ τους, φεύγουμε αλλά θα δεις τι θα γίνει.
Το ίδιο απόγευμα, το βραδάκι, την ώρα που έπαιρνε να σκοτεινιάζει, οι δυο φίλοι επέστρεψαν στο ίδιο το μέρος. Ήξεραν το δρόμο πια και τα κατατόπια από την πρωινή εμπειρία. Μπήκαν αθόρυβα στον κήπο. Σε ένα μπάγκο, ένα προχειροφκιαγμένο τραπεζάκι, ήταν δυο ψαλίδια. Τα πήραν και σύρθηκαν ανάμεσα στις αγγουριές. Γρήγορα-γρήγορα άρχισαν να κόβουν τη μία μετά την άλλη τις αγγουριές ρίχνοντας ταυτόχρονα ματιές προς τα παράθυρα πέρα ψηλά στο σπίτι. Ώσπου ολοκλήρωσαν το καταστροφικό τους έργο.
Την άλλη μέρα η νοικοκυρά είδε την καταστροφή. Δεν ήθελε πολύ να καταλάβει ποιοι ήταν οι δράστες. Είχε γνωρίσει τα παιδιά και άλλωστε γειτόνευαν τα σπίτια τους με το δικό της.
Η ζημιά ήταν για εκείνη μεγάλη. Τα αγγούρια, καθώς και τα άλλα ζαρζαβατικά τα πουλούσε στην αγορά. Οπότε η οικογένεια στερήθηκε ένα σημαντικό έσοδο. Τα παιδιά το ήξεραν αυτό αλλά ως παιδιά που ήταν δε λογάριασαν τις συνέπειες.
Τα υπόλοιπα μπορεί κανείς εύκολα να τα φανταστεί. Στο σπίτι ο πατέρας και η μάνα δεν είχαν τίποτε να πουν στη νοικοκυρά που δικαιολογημένα διαμαρτυρήθηκε για τη ζημιά που της έκανε το παιδί τους. Της έδωσε ο πατέρας κάποια χρήματα ως αποζημίωση, δεν της έδωσε, δεν μπορώ να ξέρω. Φτωχοί άνθρωποι ήμασταν όλοι.

Ο αδερφός μου δεν έχει ξεχάσει ως σήμερα τη βουβή ματιά που του έριξε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μας. Μια ματιά γεμάτη παράπονο αλλά και κατανόηση. Εδώ παίρνει τέλος η ιστοριούλα μας. Αλλά τέτοια περιστατικά, όπως καταλαβαίνετε, ήταν ατελείωτα εκείνο τον παλιό καιρό. Τον παλιό καλό καιρό. 
Αύγουστος 2016
Μιλτιάδης Δ.Κωστάκος               

Δεν υπάρχουν σχόλια: