ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

Το καφενείο.

του Μιλτιάδη Δ.Κωστάκου
Στην Παλιά Φιλιππιάδα το καφενείο ήταν το δεύτερο σπίτι μας . Απαγορευόταν μόνο στις γυναίκες και στα παιδιά. Έτσι όριζαν τότε τα ήθη. Δεν ήταν καλό πράγμα να πήγαιναν οι γυναίκες στο καφενείο. Ακούγονταν άσχημα. Το καφενείο ήταν καθαρά αντρική υπόθεση. Οι γυναίκες ήταν για το σπίτι. Αν υπήρχε κάποια ανάγκη, η γυναίκα θα πήγαινε στο καφενείο διακριτικά απ’ έξω και είτε θα έστελνε κανένα παιδί να φωνάξει τον άντρα της μέσα, είτε θα περίμενε ωσότου να βρισκόταν ένας τρόπος να λυθεί το πρόβλημα. Το πολύ- πολύ να πλησίαζε, πάλι διακριτικά, στα τζάμια απ’ έξω μπας και την έπαιρναν είδηση από μέσα. Όσο για τα παιδιά η απαγόρευση ήταν ρητή και δεδομένη. Δεν είχε μα και μου ούτε μα και ξεμά, ούτε γιατί. Τα παιδιά ήταν καταδικασμένα να περάσουν τα παιδικά τους χρόνια εκτός καφενείου, εκτός «νυμφώνος». Καμιά παραχώρηση και καμιά εξαίρεση. Μέχρι να ενηλικιωθούν, να φτάσουν στη νόμιμη ηλικία κατά τον κανονισμό του

καφενείου. Με άλλα λόγια να ωριμάσουν και τότε να πάρουν την ελευθέρας, που λέμε. Αυτό θα γινόταν για τα παιδιά που πήγαιναν στο Γυμνάσιο ως τη μέρα που θα έπαιρναν το απολυτήριο, δηλαδή στα 18- 19 χρόνια περίπου. Ή, αν δεν τελείωναν το σχολείο, ίσχυε η κατάταξη στο στρατό, όπως συνέβαινε με τους εξωσχολικούς. Μέχρι τότε, θυμάμαι, την περνάγαμε κάτω από την αστρέχα, κολλημένοι στα τζάμια σαν τις μύγες χειμώνα- καλοκαίρι να βλέπουμε τα διαδραματιζόμενα μέσα στο καφενείο. Θεωρούσαμε προνόμιο να μας στείλει κάποιος θαμώνας να πάρουμε τσιγάρα στο περίπτερο, γιατί έτσι θα μπαίναμε στο εσωτερικό του καφενείου και να ικανοποιούσαμε την περιέργεια μας.
Η κοινωνία του χωριού ήταν αυστηρή και ανυποχώρητη σε τέτοια θέματα που είχαν να κάνουν με την ηθική αγωγή και τις άλλες παραδοσιακές αξίες.
Και καλά, για τις γυναίκες δεν έτρεχε τίποτε. Αυτές ούτως ή άλλως είχαν αποδεχθεί το πράγμα και ούτε που τις ένοιαζε. Δε συνέβαινε το ίδιο με μας τα παιδιά. Δεν μπορούσαμε με κανένα τρόπο να το χωνέψουμε. Γιατί δηλαδή να μη μας επιτρεπόταν να πηγαίναμε κι εμείς στο καφενείο! Για ποιο λόγο; Ρωτάγαμε και εξήγηση καμιά. Στο σχολείο οι δάσκαλοι όλο μας κοπάναγαν το τροπάριο: «οι καλοί μαθητές και τα καλά παιδιά δεν πρέπει ετούτο, δεν πρέπει εκείνο κλπ». Καμιά κουβέντα για την ταμπακέρα. Το ίδιο και ο πατέρας «είστε μικροί ακόμα και δεν κάνει να πάτε στο καφενείο». Δηλαδή εκεί που ήταν το «πρέπει, δεν πρέπει» οι νεοέλληνες κόλλησαν το ακόμα πιο αόριστο και απρόσωπο «δεν  κάνει» και έτσι απαλλάσσονταν από τον κόπο να εξηγούν στα παιδιά το ένα και το άλλο, προφανώς γιατί και οι ίδιοι είχαν μεσάνυχτα περί το θέμα.
Με τέτοια «πρέπει και δεν πρέπει ή δεν κάνει» ήταν σπαρμένος εδώ κι εκεί ο δρόμος της ζωής για τα παιδιά, περίπου προδιαγεγραμμένος. Όπως τα οδόσημα στους σημερινούς δρόμους σου δείχνουν δεξιά ή αριστερά την κατεύθυνση που είναι να πάρεις.
Τέλος πάντων ας μην επιμείνουμε άλλο.
Ναι, αλλά εμάς τα παιδιά μας πονούσε το πράγμα.
Πώς να περνάγαμε τη μέρα. Κάποτε τελείωναν τα παιγνίδια. Ερχόταν και ο κορεσμός. Ως πόσο να παίζαμε. Δεν υπήρχαν οι λεγόμενες εναλλακτικές. Έπρεπε να βρούμε κάποια άλλη απασχόληση. Για διάβασμα ούτε λόγος. Το αποφεύγαμε σαν τα φάρμακα εξαιτίας της πικράδας τους. Έπειτα δε μας κράταγε το σπίτι, να μην τα ξαναλέμε. Απέμενε το καφενείο αλλά αυτό ήταν άβατο για τα παιδιά.
Έτσι ξέσπαγε μέσα μας βουβό το παράπονο και ο θυμός. Δε βλέπαμε τη μέρα και την ώρα που θα πατούσαμε δικαιωματικά το πόδι μας στο καφενείο. Θέμα χρόνου ήταν αλλά πόσο αργά κυλάει ο χρόνος, όταν κάποιος περιμένει ένα καλό. Στα παιδιά το μόνο που δεν περισσεύει είναι η υπομονή.
Ήταν λοιπόν το καφενείο. Καημός και όνειρο για εμάς τα παιδιά. Έτσι όπως τα λέω. Μην κοιτάτε σήμερα που τα πράγματα αντιστράφηκαν ολότελα και τα παιδιά μπαινοβγαίνουν στα καφενεία, στις καφετέριες, ελεύθερα χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανένα, ούτε σε δασκάλους ούτε σε γονείς.
Εγώ, θυμάμαι, τη μέρα εκείνη που για πρώτη φορά μπήκα στο καφενείο ως θαμώνας, μόνιμος πελάτης δηλαδή. Αξέχαστη εμπειρία. Έπρεπε όμως να περάσω από τον σκόπελο του καφετζή  που θα μου ζητούσε τα διαπιστευτήρια, για να μου επιτρέψει την είσοδο. Με κάποιο τρόπο να πιστοποιούσα το γεγονός ότι είχα πάρει το απολυτήριο του Γυμνασίου (εξατάξιου, εννοείται). Όσο να κάνεις ήταν κι αυτό μια διαδικασία.
Μόλις ο καφετζής με είδε να κάθομαι στην καρέκλα ήρθε προς το μέρος μου και καλοσυνάτα πλην όμως αυστηρά μου ζήτησε χωρίς πολλά – πολλά να βγω έξω από το μαγαζί, γιατί «ήμουν ακόμα μαθητής» . Τι κι αν εγώ του εξηγούσα ότι ήμουν εντάξει, εκείνος παρέμενε αμετάπειστος. Η δυσκολία που φοβόμουν από την αρχή. Χρειάστηκε τότε να μεσολαβήσει από το τραπέζι δίπλα που καθόταν ο μεγαλύτερος αδερφός μου και να βεβαιώσει τον καλοκάγαθο, Θεός σχωρέσ’ τον, καφετζή ότι πράγματι είχα τελειώσει το Γυμνάσιο.
Έτσι το πράγμα διευθετήθηκε και από εκείνη την ημέρα ανήκα δικαιωματικά στο κλαμπ των ενηλίκων και με τη βούλα που λέμε.
Από τότε ήμουν άβγαλτος από το καφενείο.
Το θέμα τώρα είναι κατά πόσο το καφενείο ως άτυπος θεσμός έβλαψε ή ωφέλησε τη μικρή κοινωνία του χωριού. Μιλάμε για τότε και για μια συγκεκριμένη κοινότητα ανθρώπων στην Παλιά Φιλιππιάδα την πενηνταετία 1950-2000,και δεν ξέρω τι γινόταν στα γύρω χωρία σχετικά με το θέμα.
Το πρόβλημα με το καφενείο δεν είναι, όπως νομίζεται, στα πιοτά και στο χαρτοπαίγνιο, αλλά στην κατάχρηση αναφορικά με την κατανάλωση και το χρόνο παραμονής στο καφενείο κατά τη διάρκεια της μέρας (και της νύχτας, το πιο άσχημο).       

Καλό είναι το πιοτό αλλά σε μικρές ποσότητες, γιατί ο εθισμός σε αυτό γίνεται με τον καιρό πάθος ολέθριο για την υγεία και συνακόλουθα για την οικογένεια , γυναίκα και παιδιά που πληρώνουν ακριβά τις συνέπειες, χωρίς να φταίνε σε τίποτε.
Το ίδιο καταστροφικά είναι τα «χαρτιά», όταν και αυτά εξελίσσονται σε πάθος, που καθημερινά απομυζά όλη την ενεργητικότητα του ανθρώπου, μέρα-νύχτα, και φυσικά του αδειάζει και την τσέπη του.
Στο θέμα της υγείας, εκεί, ναι, έβλαψε το καφενείο με το πιοτό αλλά και γενικότερα, γιατί από ιατρικής άποψης η ατμόσφαιρα στο καφενείο με τους καπνούς και τις πολυποίκιλες αποφορές, τόσοι άνθρωποι επί ώρες μέσα σε ένα περιορισμένο και μη καλά αεριζόμενο χώρο, επόμενο είναι η υγεία τους να παραβλάπτεται με τον καιρό. Αποτέλεσμα μοιραία κάποτε να ξεσπάει το κακό και ν’ αρχίζουν τα τρεχάματα στους γιατρούς. Γιατί στο καφενείο με την υγεία ισχύει ό,τι ισχύει και με τα χρήματα : στον πάτο πληρώνεις το λογαριασμό.
Δε φταίει όμως το καφενείο και συνακόλουθα ο μαγαζάτορας, ο καφετζής, αν ο λογαριασμός που λέμε επιβαρύνεται και με ένα επί πλέον κόστος. Η χρήση του προϊόντος ή η κατάχρηση είναι θέμα του πελάτη και όχι του πωλητή. Όσο θέλεις πίνεις και όσο θέλεις γλεντάς. Από εκεί και πέρα ο καφετζής «νίπτει τας χείρας του», φτάνει να τον πληρώσεις, είπαμε εις χρήμα.
Τι τα θέλετε, παιδιά, το καφενείο είναι μια ανάγκη και έτσι πρέπει εξαρχής να το δούμε. Όλα τ’ άλλα εγώ τ’ ακούω βερεσέ, για να χρησιμοποιούμε την τρέχουσα ορολογία, τη σχετική με το μπακάλικο και το καφενείο.
Ο άνθρωπος έχει ανάγκη να ξεσκάσει λίγο από τα πιεστικά προβλήματα που αντιμετωπίζει καθημερινά. Το να κλεισθεί μέσα στο σπίτι αυτό δεν είναι λύση. Θέλει να βγει έξω αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση το να τριγυρνά στους δρόμους σαν την άδικη κατάρα για ν’ αποφύγει το καφενείο, ούτε κι αυτό πάλι είναι λύση. Το καφενείο, όπως και όλα τα επαγγέλματα, απαντά σε μια ανάγκη του ανθρώπου, αυτή που μόλις είπαμε, δηλαδή να βγει έξω όχι από το σπίτι, όπως νομίζουμε, αλλά να ξεφύγει, να αποδράσει από τα καθημερινά του προβλήματα. Ουσιαστικά να αποδράσει από μια πραγματικότητα που σε ακραίες περιπτώσεις του σφίγγει το λαιμό σαν θηλειά. Μιλάμε για το περιβόητο άγχος και επομένως περιττεύουν τα λόγια.
Ωστόσο το πράγμα έχει περισσότερο βάθος. Ο άνθρωπος ως κοινωνικό ον που είναι έχει ανάγκη και επιζητά τους ομοίους του, τους συνανθρώπους του. Να κουβεντιάσουν, να πουν τα προβλήματα τους, και να ανταλλάξουν τις διάφορες απόψεις τους.
Το καφενείο είναι το ιδανικό μέρος γι’ αυτόν το σκοπό, ένα εντευκτήριο ν’ ανταμώνουν οι άνθρωποι και να κουβεντιάζουν. Πού είναι, λοιπόν το κακό για να το καταδικάσουμε.
Κοντά σ’ αυτά το καφενείο προκειμένου για την Παλιά Φιλιππιάδα και στο χρόνο που μιλάμε ήταν ένας τρόπος ζωής. Δεν ήταν δηλαδή το καφενείο ένα πέρασμα, μια προσωρινή, να πούμε, στάση να πιούμε έναν καφέ ή ένα ούζο και να πούμε δυο κουβέντες.
Ήταν και κάτι παραπέρα. Ήταν ένα είδος άτυπης μικρής Βουλής για το χωριό, όπου συζητιούνταν τα διάφορα συλλογικά προβλήματα και κατά κάποιον τρόπο δίνονταν οι κατευθύνσεις για τη συλλογική αντιμετώπισή τους.
Είπα στην αρχή ότι το καφενείο ήταν το δεύτερο σπίτι μας. Διαπιστώνουμε τώρα και τον κοινωνικό του ρόλο.
Αλλά δε σταματούν ίσαμε εδώ τα κοινωνικά του χαρακτηριστικά. Το καφενείο ήταν και ένα δεύτερο σχολείο, αυτό που λέμε σχολείο της ζωής. Ιδιαίτερα για τους νέους.
Είπαμε για την ιεραρχία, τις κεφαλές του χωριού, τους γεροντότερους, οι οποίοι διαδραμάτιζαν ένα καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός χαρακτηριστικού ήθους με τις συμβουλές και τις διάφορες παρατηρήσεις τους μέσα στο καφενείο.
Οι νεότεροι τους σέβονταν και τους άκουγαν. Έτσι αποφεύγονταν οι εντάσεις και οι προστριβές στην κατά τα άλλα ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα του καφενείου.
Τα έζησα αυτά τα πράγματα.
Πέρα ωστόσο από τις αναλύσεις τις βαθυστόχαστες, που είπαμε, θέλω να προσθέσω και κάτι άλλο, εντελώς προσωπικό.
Δεν έχω κανένα απολύτως παράπονο, ουδεμία ένσταση κατά του καφενείου. Ζημιές και βλάβες είχα στο μέτρο που μου αναλογούσαν από δικό μου φταίξιμο . Για να τα λέμε με το όνομα τους τα πράγματα. Είχα όμως πολλά τα κέρδη και τις ωφέλειες, που για να τις αναφέρω θα χρειαζόταν ολόκληρο βιβλίο.
Ανακεφαλαιώνοντας, θα έλεγα ότι ακόμα και σήμερα νοσταλγώ εκείνη τη γλυκιά, την παράξενη θαλπωρή, τη ζεστασιά δηλαδή του παλιού καφενείου, όσο κι αν αυτή ανάβλυζε και αναδινόταν  μέσα από τους καπνούς των τσιγάρων και τη ζάλη του πιοτού.
Αθεράπευτη νοσταλγία, ρομαντική υπερβολή, θα πεις.
 Αυτή όμως είναι η αλήθεια.
Απρίλης 2016
Μιλτιάδης Δ. Κωστάκος 


Δεν υπάρχουν σχόλια: