Κυριακάτικο πρω’ι΄νό ‘σπάω΄ καραντίνα και πάω
εκκλησία.Παίρνω τα Βάγια όπως με έχουν μάθει χρόνια τώρα
παππούδες,γιαγιάδες,μάνες.Πάω να μοιράσω Βάγια σε αυτούς που δε μπορούσαν να
πάνε για τα χρόνια πολλά.Ελέω καραντίνας.Αλλά…βλέπω τα πρώτα σύννεφα που
προμήνυαν την επερχόμενη καταιγίδα!Μια καταιγίδα που μπήκε ξαφνικά και
απρόσμενα στη ζωή μου.Κι ας ήταν έξω ένας καιρός σχεδόν Αυγουστιάτικος.Ο ήλιος
έλαμπε.Αλλά μέσα μου,είχε εισβάλει και στο σπιτικό μου το πιο εφιαλτικό
σενάριο,και είχε κάνει τη ζωή μου άνω-κάτω.Απο κεί και πέρα τα πράγματα
εξελίχθηκαν πολύ γρήγορα.Με τα Βάγια στο…πορτ-παγκάζ
ξεχασμένα,νοσοκομείο,οξυγόνα,πτέρυγες,πολλοί ασθενείς,με ίδια ή και χειρότερη
κατάσταση.Σεβάσμιοι παππούδες,μεσόκοπες κυρίες,που άλλοτε έσφυζαν από ζωντάνια
και δημιουργικότητα,αλλά και νέοι άνθρωποι.Και ήρθα να προστεθώ κι εγώ ανάμεσά
τους με τον δικό μου ασθενή.Δεκάδες ανθρώπους που διψούν για ζωή,που
αγωνίζονται να ζήσουν.Μας βάζουν σύντομα σε θάλαμο.Δυό μοναδικά κρεβάτια.Τις
μεγάλες και δύσκολες στιγμές λίγο σε νοιάζει το περιτύλιγμα αλλά κάτι είναι κι
αυτό.Εκείνες τις ώρες αναδύονται όλα τα υπαρξιακά ερωτήματα,και γυμνή η ψυχή
παλεύει να βρεί απαντήσεις.Είναι οι ώρες που η καρδιά λυγίζει.Πρίν 2 ώρες με τα
Βάγια στα χέρια,και να σκέφτεσαι σούβλες,κοκορέτσια,κάρβουνα,και πώς να
ευχαριστήσεις τους καλεσμένους την ημέρα Του Πάσχα,και
τώρα,γιατροί,νοσηλευτές,ακτινογραφίες,εξετάσεις,αναλύσεις,διασταυρώσεις
ευρημάτων.Μηχανήματα αμέτρητα,κουμπάκια,ενδείξεις,μετρήσεις.Στο λευκό δωμάτιο
απέναντί μας μια εικόνα.Αγία Παρασκευή.Τίποτα άλλο.Φάτσα στους δύο ασθενείς.Δεν
ξέρω αυτή τη στιγμή αν μπορούν και ξεχωρίσουν,τι είναι και ποιος.Το πρώτο
βράδυ,προσπαθώ να σφαλίσω για λίγο τα βλέφαρά μου στη νοσοκομειακή καρέκλα αλλά
δε μπορώ.Προσπαθώ να μετακινηθώ,αλλά το σώμα δεν υπακούει.Και είναι πρώτη
μέρα.Δεν γκρινιάζω.Τί να πούν κι αυτοί που’ναι δίπλα μου γεμάτοι
πεταλούδες,σωληνάκια και άλλα…καλούδια;Ο αναπνευστήρας δίπλα μου
ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά,σε μια προσπάθεια να κρατήσει στη ζωή ένα νέο παλικάρι
που είχα την τύχη να’ναι στο ίδιο δωμάτιο με μας και είχαμε και έξω,για
φαντάσου, μια καλή καλημέρα!Και οι δυό τους δεν έχουν καμιά οπτική επαφή με τον
έξω κόσμο.Δεν ξέρω ακόμη αν τους νοιάζει αυτό ή όχι.Ένα παράθυρο.Μιά πόρτα.Μόνο
ένα άσπρο ντουβάρι κοιτάνε.Ούτε αριστερά κοιτάνε,μα ούτε δεξιά.Θεέ μου,πόσο
θάθελα να υπήρχε μια μικρούλα σχισμή στον τοίχο.Να μπορούσαν να βλέπουν μια
στάλα γαλάζιο ουρανό.’Εστω ένα μπαμπακιασμένο σύννεφο.Και να βλέπω και γώ μαζί
τους κρυφά πως θα νιώθουν.Ένα λιγοστό φως,έστω μια καταιγίδα.Μόνο να’βλεπαν
στην ευθεία θέση,παρά αυτό το ντουβάρι που κοιτάνε χωρίς να μιλάνε.Εγώ.Άαα εγώ
τά’χω βάλει με το ρολόι που έχω στο χέρι!’Επιασα τον εαυτό μου,να το κοιτάζει
συνεχώς.Ώρα 00,2.Μετά 00.20.Νέα προσμονή.00.40 Άαα λέω,δεν πάει άλλο.Έχει
καταντήσει…μαρτύριο της σταγόνας.Το βγάζω,και μέσα στο συρτάρι του
νοσοκομειακού κομοδίνου.Οι ώρες-μέρες όμως,περνούν αργά,βασανιστικά.Νιώθω[άκου
τώρα,ποιος εγώ]ότι έχασα μέρες!Στον έξω κόσμο είναι Μ.Σάββατο!Στο άλλο δωμάτιο
παρακολουθούν την Πρώτη Ανάσταση στο internet.Ακούω απ’το μισάνοιχτο παράθυρο
κελάδισμα πουλιού.Πάω προς τα εκεί.Δε βλέπω τίποτα!Βγάζω ρολόι από συρτάρι.10
λεπτά πρίν την Ανάσταση.Καβατζάρω παράθυρο.Πρώτη θέση.Κοιτάζω στο
βάθος,χιλιάδες βεγγαλικά,που άλλες χρονιές έλαμπα και γώ από κάτω απ’αυτά
τέτοιες ώρες!Ένα δάκρυ,κρυφά,κυλάει στο μάγουλό μου.Σκουπίζω με την κουρτίνα
που είναι πλάι μου.Πάω,δίνω δυό φιλιά.Ο ένας καταλαβαίνει.Ο άλλος όχι.Μόνο που
τον ξάφνιασα από τα χαμένα…ονειρά του!Ξημερώνει.Πάσχα.Ένα Πάσχα πολύ
αλλιώτικο.Ξέρω πως δεν πρόκειται να γίνει τίποτα από όλα όσα γίνονται κάθε
χρόνο τέτοιες ώρες.Ένα Πάσχα γυμνό.Δεν παραπονιέμαι.Αλλά έχω αυτό το πλάκωμα
στο στήθος.Ογκόλιθος.Στο μεσημεριανό τους φαγητό 12 και λίγο,βλέπω και ένα
κόκκινο αβγό για τους ασθενείς!Τους κερνάνε να τσουγκρίσουν για το Πάσχα.Δέν
θυμάμαι πιο όμορφο,συγκινητικό,αληθινό κέρασμα.Ένα κατακόκκινο αβγό μέσα στην
νοσοκομειακή ασπρίλα.Πόσο όμορφο τον βλέπω το θάλαμο νοσηλείας;Το παίρνω στα
χέρια μου.Ακουμπάω τα δικά τους,και προσπαθούν να τα τσουγκρίσουν.Δεν τα
καταφέρνει ο νεαρός,αλλά τον βοηθάω εγώ.Τα δάκρυα δε με αφήνουν να μιλήσω.Να
τους πώ Χριστός Ανέστη.Το τηλέφωνο χτυπά και…γλιτώνω κάπως!Ένας αδερφικός φίλος
μου λέει,σου στέλνω κάτι,για το καλό σήμερα.Με ξαναπαίρνουν τα δάκρυα.Το
τηλέφωνο να χτυπά ασταμάτητα.Άλλο τηλέφωνο λίγο…μεθυσμένο.Άλλο πολύ!Και γώ δε
μπορώ να τους δώ από κοντά.Δε μπορώ να τους αγκαλιάσω.Οι μέρες περνάνε
νερό.Σήμερα το…κοντέρ γράφει 24 ημέρα!Ήρθε η μέρα που μας λένε θα φύγετε.Ωστόσο
ντρέπομαι.Ξέρω ότι μερικοί δεν θα επιστρέψουν ποτέ σπίτι τους,όπως ήρθαν!Κάποιοι
αρκετά νεότεροι.Αποχαιρετιζόμαστε με εμφανή συγκίνηση.Απ’τη μία,θέλω να
κλάψω.Απ’την άλλη να γελάσω μαζί.Αλλά η φωνή μου ίσα που βγαίνει απ’τα χείλη
μου.Και στο ένα,και στο άλλο.Και τώρα η ζωή έχει αλλάξει.Και πρέπει να
συνυπάρξουμε στα νέα δεδομένα.Δέν παραπονιέμαι.Μόνο περιμένω.Στο σπίτι.Δέν ξέρω
τι.ΕΚΕΙΝΟΣ ξέρει.Το γιατί.Το πότε.Και όταν έρθει.Αυτά.Ένα…νοσοκομειακό ΧΡΙΣΤΟΣ
ΑΝΕΣΤΗ.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου