ΦΙΛΙΠΠΙΑΔΑ:απευθείας σύνδεση με φωλιά πελαργών.

Οι Γούβες στην Παλιά Φιλιππιάδα

 του Μιλτιάδη Δ.Κωστάκου

Μετά από το κέντρο του χωριού με την εκκλησία της Παναγίας και το καμπαναριό της να δεσπόζουν πανοραμικά, με τα κυπαρίσσια και τα θεόρατα πλατάνια, στην Παλιά Φιλιππιάδα το πιο εμβληματικό μέρος κατά σειρά ήταν οι Γούβες. Λέμε << ήταν >>, γιατί σε κάποιο καιρό ύστερα, η γραφική εκείνη τοποθεσία κατακόπηκε στην κυριολεξία για να περάσει ο καινούργιος τότε δρόμος. Έμεινε μόνο η εκκλησία με το καμπαναριό της καθώς και ένα μοναχικό κυπαρίσσι μπροστά.

      Ο έτερος πόλος, οι Γούβες, δεν καταξιώθηκαν στη συνείδηση του κόσμου ως ένα από τα λιγοστά, είναι αλήθεια, αξιοθέατα στην περιοχή μας. Προφανώς γιατί η ίδια η λέξη ακουστικά παραπέμπει σε συνειρμούς ακαλαίσθητους και ταπεινούς, που ουδόλως κολακεύουν την εικόνα τους. Γούβες, σου λέει ο άλλος, δηλ. λακκώματα και σπηλιές. Χαλάσματα! Δυστυχώς η περιβαλλοντική συνείδηση, ως αίσθηση έστω περί το ωραίο, στην εποχή μας βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα. Πολύ περισσότερο, όταν μιλάμε για καιρούς παλιούς, που τέτοιες ευαισθησίες ήταν αδιανόητες ως περιττή πολυτέλεια, καθώς προείχαν άλλες αδήριτες ανάγκες, για επιβίωση και βιοπορισμό.

     Μπορεί και να ισχύει το λεγόμενο:<< ο άγιος στον τόπο του ποτέ του δε δοξάζεται>>. Το οποίο μεθερμηνευόμενο για την περίπτωσή μας, σημαίνει πως συνήθως δεν καταλαβαίνουμε την αξία των δικών μας πραγμάτων και εντυπωσιαζόμαστε από τα ξένα. Εκτός εάν η αναγνώριση μας έρθει από τους απ’έξω.
    Έτσι οι Γούβες όλα τα χρόνια πέρασαν στα αζήτητα. Εγώ όμως που τις έχω ζήσει τις Γούβες τον καιρό που ήμουν παιδί και αφουγκράστηκα το πνεύμα τους, την ψυχή τους – έχουν ψυχή και τα πράγματα, την παίρνουν από τον άνθρωπο – τώρα από το ύψος της ωριμότητας μου, θεωρώ τις Γούβες ως τόπο προσκυνήματος για τη γενιά μου, γιατί εκεί έχουμε καταθέσει ένα κομμάτι της ύπαρξής μας. Χώρια η περιβαλλοντική τους αξία. Αυτή είναι μέλημα γενικότερο. Για τους λόγους αυτούς που εξέθεσα πιο πάνω συμπεριέλαβα τις Γούβες εδώ στη θεματογραφία μου.
      Το χαρακτηριστικό με τις Γούβες ως τοποθεσία είναι ότι βρίσκονται κυριολεκτικά μέσα στο χωριό. Η Παλιά Φιλιππιάδα, καθώς και ολόκληρη η Φιλιππιάδα ως κάτω στο Ελευθεροχώρι, είναι χτισμένη στην πλαγιά ενός μακριού λόφου και τα σπίτια της κοιτάζουν προς την ανατολή. Ο λόφος αυτός σε αρκετά σημεία του σκίστηκε από καταβυθίσματα του εδάφους λόγω των υπόγειων νερών, με αποτέλεσμα να σχηματισθούν πεντέξι μεγάλα ρέματα. Ένα από αυτά είναι οι Γούβες στην Παλιά Φιλιππιάδα. Πρόκειται για μια χαράδρα που ξεκινάει από το δημόσιο δρόμο κάτω, δίπλα από το Κοτσέκι που λέγαμε, και φτάνει ως πίσω στα δυτικά στην Ρωμιά, ένα χωριουδάκι κοντά στην Φιλιππιάδα.
      Οι Γούβες διαφοροποιούνται από τα άλλα ρέματα, γιατί στο μέρος που καταλαμβάνουν υπάρχουν πολλοί βράχοι και, το κυριότερο, στις πλευρές , ύψους τριάντα σαράντα μέτρων, είναι κάτι μεγάλες σπηλιές πέτρινες, των οποίων τα στόμια ορθάνοιχτα, σαν πελώρια σκοτεινά μάτια, σου δίνουν την εντύπωση πως κατοπτεύουν ολόγυρα το τοπίο και πως κατασκοπεύουν άγρυπνα κάτω τους περαστικούς.
      Οι Γούβες, στην πέτρινη εκδοχή τους εδώ καταλαμβάνουν το μισό περίπου της χαράδρας. Στο υπόλοιπο μισό το έδαφος είναι χωματερό, δεν έχει δηλ. σπηλιές και βράχια, και το λέμε <<Κομμένη γης>>. Όλη η χαράδρα κάτω διασχίζεται από ένα χείμαρρο που η κοίτη του πλημμύριζε από θολά και ορμητικά νερά τον χειμώνα, προξενώντας ζημιές στους κήπους κάτω προς τον κάμπο, ώσπου να πέσουν μέσα στο ποτάμι. Ο χείμαρρος εκείνος σκεπάστηκε με τσιμέντο και έκτοτε δε δημιούργησε κανένα πρόβλημα.
      Αυτά από γεωγραφικής και γεωλογικής πλευράς.
   Οι Γούβες όμως, όπως συμβαίνει με τα πράγματα που δένονται με τον άνθρωπο, για τα δεδομένα της εποχής που μιλάμε, δεκαετία του ’50 , είχαν κοινωνικό χαρακτήρα, κοινωνικό πρόσωπο θα έλεγα. Ήταν οι δικές μας Γούβες με τα ιδιαίτερα πρόσθετα γνωρίσματα, που τις διαφοροποιούσαν από τις άλλες του είδους και που ασφαλώς υπάρχουν άφθονες στη χώρα μας. Ειδικότερα, για μας τα παιδιά οι Γούβες είχαν ξεχωριστή σημασία καθώς δέθηκαν μαζί μας με βιώματα, από αυτά που λέμε πως δεν ξεχνιούνται ποτέ. Θα δείτε και θα καταλάβετε.
      Όταν μπαίνεις στις Γούβες αισθάνεσαι ένα δέος. Το τοπίο ολόγυρα σου επιβάλλεται με το ύψος των πλευρών του δεξιά και αριστερά. Από πάνω σε παρακολουθούν οι σπηλιές. Στο έμπα της χαράδρας δεξιά σε υποδέχεται ένα μικρό δάσος από φραγκοσυκιές. Τρόπος του λέγειν σε υποδέχεται, γιατί όσο και αν είναι θελκτική η εικόνα με τις πράσινες αγκαθερές φραγκοσυκιές, τόσο σε αποθαρρύνουν τα μεγάλα άσπρα αγκάθια τους. Πέρα, κατά τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο που γίνονται τα φραγκόσυκα, ροδαλά και κίτρινα στην ωριμότητά τους, δίνουν περισσότερη ομορφιά στην εικόνα.
      Γενικά το τοπίο στις Γούβες διατηρεί μια άγρια ομορφιά, που δεν την αλλοίωσε ο άνθρωπος με τις παρεμβάσεις του.
      Εμάς τα παιδία τότε δε μας συγκινούσαν τέτοια πράγματα. Μπορεί καταβάθος να μας προσέλκυαν αλλά δεν τα καταλαβαίναμε. Πώς δηλ. γινόταν και κάθε τόσο, σχεδόν τακτικά, επισκεπτόμασταν τις Γούβες, που κάθε άλλο παρά επισκέψιμος ήταν ο τόπος. Ούτε κυνηγότοπος ούτε καν παιγνιδότοπος ήταν.  Εκτός από το χαλικωτό τότε δρομάκι που διέσχιζε στριφογυριστό τη χαράδρα σε όλο το μάκρος της, τα βράχια και η λιγοστή βλάστηση δε σου έκαναν την όρεξη να παίξεις ή να κυνηγήσεις πουλιά με το <<λάστιχο>>.
      Μόνο τη μέρα της πρωτοχρονιάς, έτσι εθιμοτυπικά θα έλεγα, μετά που απόλυε η λειτουργία στην εκκλησία εμείς τα παιδιά πηγαίναμε και παίζαμε <<χαρτιά>> πάνω σε ένα μεγάλο επίπεδο βράχο, υπηρετώντας έτσι το έθιμο της χαρτοπαιξίας, παρά το διαπεραστικό κρύο και την υγρασία που επικρατούσε στις Γούβες, Γενάρη μήνα.
     Πιο πάνω που άρχιζε η <<Κομμένη γης>>, καθώς λέγανε το μέρος, υπήρχε στ’αριστερά μας μία μακριά συρίδα γης δίπλα στο δάσος. Εκεί ναι, κυνηγούσαμε πουλιά, γιατί το έδαφος ήταν ομαλό και προσφερόταν για κυνήγι. Κάτι που δε συνέβαινε στην πετρώδη διάβαση στις Γούβες μπροστά.
     Αν μπορούσαμε, τότε παιδιά, να δώσουμε με το μυαλό μας κάποια εξήγηση αναφορικά με τους λόγους που επισκεπτόμασταν συχνά τις Γούβες, θα λέγαμε ότι αυτό γινόταν από την περιέργεια τίποτε περισσότερο. Η περιέργεια άλλωστε είναι μέσα στη φύση του ανθρώπου και πιο πολύ στα παιδιά.
  
   Τώρα που βλέπω τα πράγματα από την ωριμότητα της ηλικίας μου, καθώς τα έζησα έντονα, είμαι σε θέση να δω και να αναλύσω σε βάθος την παιδική εκείνη περιέργεια. Μας τραβούσε τότε η ακατάσβεστη για την ηλικία μας δίψα για περιπέτεια, να γνωρίσουμε και να ζήσουμε καινούργια πράγματα και να εξαντλήσουμε έτσι τα αποθέματα της παιδικής μας ενεργητικότητας.
    Ύστερα, κοντά σ’αυτό, ήταν η παράξενη γοητεία που ασκεί στον άνθρωπο και ειδικότερα στα παιδιά καθετί το μυστηριώδες , το άγνωστο. Οι Γούβες με τις σπηλιές μάς τραβούσαν σαν τον μαγνήτη. Τι να έκρυβαν άραγε οι σπηλιές μέσα στα σκοτεινά τους σπλάχνα!
     Λέγονταν φοβερά πράγματα τότε για τις ανεξερεύνητες σπηλιές. Πως μέσα εκεί κατοικούσαν φίδια μεγάλα σαν δράκοντες των παραμυθιών και ποιος ξέρει τι άλλα τέρατα ή και φαντάσματα.
     Βλέπαμε τις σπηλιές απ’έξω μέρα μεσημέρι και μας φόβιζε το σκοτεινό τους βάθος. Ο φόβος, καθώς είπαμε, με την επιθυμία που προκαλεί το μυστηριώδες, το άγνωστο, το ανεξερεύνητο.
     Όσες φορές επιχειρήσαμε να μπούμε μέσα στις σπηλιές δεν ολοκληρώσαμε την εξερεύνηση. Όσο προχωράγαμε, το σκοτάδι πύκνωνε και μας αποθάρρυνε σε σημείο που ο φόβος μας έκανε να γυρίζουμε πίσω στην έξοδο, στο φως.
     Ήταν και ένα πλήθος από νυχτόβια πουλιά, νυχτερίδες κατά το πλείστον, κουκουβάγιες που τις βραδινές ώρες έκρωζαν ακατάπαυστα απάνω βγαίνοντας στις σκοτεινές σπηλιές . Ήταν και κοπάδια οι κουρούνες που είχαν τις σπηλιές κατοικητήριο.
     Αφιλόξενες οι σπηλιές συντηρούσαν τον φόβο και τη γοητεία τους στις παιδικές μας ψυχές.
     Βάλτε τώρα και την ιστορία της Μάρως . Πρόκειται για μια παράδοση που τη μολογούσαν εκείνα τα χρόνια οι γέροντες του χωριού. Η Μάρω, έλεγε η παράδοση, ήταν μια φτωχιά γυναίκα που ήρθε ξενομερίτισσα στο χωριό τα παλιά τα χρόνια μαζί με το παιδάκι της, και μην έχοντας πού να κάτσει διάλεξε για κατοικία της μια σπηλιά πάνω στις Γούβες. Ζούσε ξενοδουλεύοντας στα χωράφια και οι χωριανοί που τη λυπούνταν για τη φτώχεια της έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τη βοηθήσουν. Ένα χειμωνιάτικο όμως βράδυ έκανε πάρα πολύ κρύο και η καημένη η Μάρω πάγωσε με το παιδί της και πέθαναν. Μαρμάρωσαν, λέει η παράδοση, πέτρωσαν οι δυο τους αγκαλιασμένοι. Το πρωί τους βρήκαν οι χωριανοί πετρωμένους στη στάση που τους βρήκε ο θάνατος. Υπάρχει ακόμη στην είσοδο της σπηλιάς το σύμπλεγμα με τις δύο πέτρινες μορφές, η μάνα με το μικρό παιδί στην αγκαλιά της. Λέει η παράδοση. Όπως η γυναίκα του Λωτ στην Παλιά Διαθήκη που πέτρωσε, γιατί παράκουσε στη θεϊκή εντολή.
     Από τότε η σπηλιά, η πρώτη στη σειρά, ονομάστηκε η σπηλιά της Μάρως. Έτσι τη λέγαμε εμείς. Ψέματα, αλήθεια, δεν ξέρω.
Είναι πολλές κατά τόπους οι παραδόσεις με τις μαρμαρωμένες μορφές. Έχουν τη δική τους αλήθεια τέτοιες ιστορίες, άλλο που εμείς δε θέλουμε ή δεν μπορούμε να την καταλάβουμε αυτή την αλήθεια.
     Να σας θυμίσω εδώ την ιστορία με τον μπάρμπα-Γιάννη τον Γούβα, όπως τον λέγαμε, πραγματικό γεγονός, πρόσφατο. Σχετική με το θέμα μας.
     Εδώ και κοντά σαράντα χρόνια πίσω κάθε χρόνο, εκεί κατά το φθινόπωρο, μας επισκεπτόταν ένας μοναχικός άνθρωπος, φτωχός και σε όλους μας άγνωστος, ο μπάρμπα Γιάννης. Ξέραμε μόνο το όνομά του και κάτι άλλα βιογραφικά του στοιχεία, γενικά και αόριστα, από όσα λιγοστά μας έλεγε κατά καιρούς όταν τον ρωτούσαμε. Τέτοιος περίεργος άνθρωπος ήταν, σωστός ερημίτης.
     Με το που ήρθε, λοιπόν, ο μπάρμπα- Γιάννης πήγε και κατοίκησε σε μια σπηλιά, την τελευταία αυτός, κάτω χαμηλά προς το δρόμο. Εκεί τρύπωσε κι εκεί κοιμόταν τα βράδια. Αντί για σκεπάσματα τυλιγόταν με ένα νάϋλον, για να προστατεύεται από το κρύο. Τη μέρα θα τον έβλεπες το πρωί να πηγαίνει στην αγορά και μόλις σουρούπωνε γύριζε βαδίζοντας άκρη- άκρη στον δρόμο. Είχε τόσο αποκοπεί από τη ζωή και τον κόσμο που και χρήματα να του έδινες δεν τα έπαιρνε λέγοντας πως δεν τα είχε ανάγκη και να τα έδινες σε κανένα φτωχό, τόσο ανιδιοτελής και επαρκής ήταν μέσα στην παντελή φτώχεια και στη μοναξιά του.
     Κάθε που ερχόταν η άνοιξη και ζέσταινε ο καιρός ο μπάρμπα-Γιάννης ο Γούβας, καταλαβαίνετε πώς του βγήκε το παρατσούκλι, εγκατέλειπε τις Γούβες και πήγαινε άγνωστο πού. Για να μας ξαναερχόταν πέρα το φθινόπωρο και να ξεχειμώνιαζε στον τόπο μας.
     Αυτό κράτησε πολλά χρόνια, ώσπου ένα φθινόπωρο ο μπάρμπα-Γιάννης δε μας ήρθε. Ούτε την άλλη χρονιά κι ας τον περιμέναμε όλοι, γιατί τον είχαμε συνηθίσει και συμπαθήσει. Προφανώς είχε πεθάνει.
     Μόνο που ο μπάρμπα-Γιάννης ο Γούβας δε μαρμάρωσε, όπως η Μάρω της παράδοσης, εκεί στη σπηλιά που έμενε. Ποιος ξέρει, αν ζούσε σε άλλους καιρούς, παλιότερους, μπορεί να του έπλαθαν καμία ανάλογη ιστορία στα μέτρα του.
     Αυτές ήταν οι Γούβες τότε στα χρόνια που ήμουν παιδί και πρέπει ασφαλώς όλοι να συμφωνήσουμε σ’αυτό που είπα στην αρχή: πως οι Γούβες ήταν μια οντότητα με κοινωνικά χαρακτηριστικά. Οι δικές μου Γούβες.
     Τώρα, εκεί  πάνω στις Γούβες τα φώτα έσβησαν και η σπηλιά έπεσε. Το θέατρο έκλεισε. Ποιος ξέρει αν θα ξανανοίξει και οι Γούβες να ξαναζωντανέψουν.

Δεκέμβριος 2015

Μιλτιάδης Δ.Κωστάκος


Δεν υπάρχουν σχόλια: